Εμπιστεύομαι το Χάπι μου. Με τα χρόνια αναπτύξαμε μια ιδιαίτερη σχέση, και ξέρω με σιγουριά ότι δε θα μου έκανε ποτέ κακό, όπως δε θα του έκανα κι εγώ. Φυσικά, δεν μπορώ να είμαι απολύτως βέβαιος μέχρι να το καταπιώ αλλά έχω την πεποίθηση, όσο μπορεί να την έχει κάποιος χωρίς αποδείξεις, ότι, όταν έρθει η κρίσιμη στιγμή, το Χάπι θα κάνει τη δουλειά του γρήγορα, νοικοκυρεμένα και αθόρυβα…
Με λένε Ραφαήλ Ιγνάτιο Φίνιξ και είμαι εκατό χρόνων - ή, για να ακριβολογήσω, θα γίνω σε δέκα μέρες, τις πρώτες ώρες της 1ης Ιανουαρίου του 2000, όταν θα αυτοκτονήσω.
Γεννημένος στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο Ραφαήλ Ιγνάτιος Φίνιξ είναι αποφασισμένος να βάλει τέλος στη ζωή του ακριβώς τη στιγμή που ο προηγούμενος αιώνας θα δίνει τη σκυτάλη στον νέο. Στο «έργο» του θα τον βοηθήσει το Χάπι, αλλά πρώτα θα πρέπει να τακτοποιήσει όλες του τις υποθέσεις και να βγάλει νόημα από την ίδια του τη ζωή.
Κι έτσι, αποφασίζει να καταγράψει τα πάντα. Όχι όμως με τον παραδοσιακό τρόπο. Θα αγνοήσει το χαρτί και το μολύβι και θα αρχίσει να γράφει την ιστορία του πάνω στους τοίχους του εγκαταλειμμένου πύργου όπου διαμένει.
Ξεκινώντας από τη μοιραία πρώτη περιπέτειά του με την Έμιλι, την παιδική φίλη που θα γίνει ο φύλακας άγγελός του, ο Ραφαήλ θα θυμηθεί τις πάμπολλες εμπειρίες, τις άπειρες συναντήσεις και, φυσικά, τους δέκα φόνους που διέπραξε μέσα σε αυτά τα χρόνια…
Ιδού, λοιπόν, μια εντελώς ανορθόδοξη περιγραφή του εικοστού αιώνα - ή μάλλον η εξωφρενική, κάπως αναξιόπιστη αλλά σίγουρα μοναδική εκδοχή του από έναν πολύ ιδιαίτερο άνθρωπο.