Καρυότυπος (ουσ.) [λόγ. <γαλλ. caryotype <caryo- «πυρήνας» <αρχ. κάρυο(ν) + -type <αρχ. τύπος]: η απεικόνιση, ανά ζεύγη και κατά φθίνουσα σειρά μεγέθους, του συνόλου των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου, η οποία χρησιμεύει στη διάγνωση τυχόν ανωμαλιών στη δομή ή τον αριθμό τους.
Ο N., ένας τριαντάχρονος μοριακός βιολόγος, μετακομίζει από την Αθήνα στην Οξφόρδη για να εργαστεί σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα. Εκεί, ξένος μεταξύ ξένων, χρησιμοποιεί τα πειράματά του για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βασανίζουν: Είναι η γονεϊκή στοργή εγγενές ή επίκτητο χαρακτηριστικό; Είναι η μοναξιά επιλογή ή αναπόδραστη ανθρώπινη συνθήκη; Πότε απαλλάσσεται κανείς από το βάρος των πρώτων βιωμάτων;
Η αφήγηση, διατρέχοντας τον καρυότυπο του Ν., περιγράφει την καθημερινότητα ενός ανθρώπου που παραμένει παρατηρητής της ζωής του και ξεχνά να τη ζήσει. Kινούμενος χωρίς πυξίδα σε μια πόλη την οποία αρνείται να γνωρίσει, ο ήρωας αναμετράται με τις ρίζες του, με τη χώρα στην οποία ζει και τη χώρα από την οποία προέρχεται, με τη γλώσσα, τη μοναξιά, την οικογένειά του και το άλλο φύλο, τις επινοημένες μνήμες και τις ενοχές του, με τα βαθιά χαραγμένα βιώματα ενός «ορφανού του Τσαουσέσκου» — με όλα όσα ναρκοθετούν την προσπάθειά του να αντιπαρατεθεί στον εαυτό του και να αντιμετωπίσει τις εμμονές και τις βεβαιότητές του.