Η μελέτη της περιουσίας και των χωριστών περιουσιών αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα δογματικότερα ζητήματα του θετικού δικαίου. Η πολυσχιδεία των περιουσιών σκοπού που έχουν καθιερωθεί, άλλες νομοθετικά και άλλες νομολογιακά, δημιουργεί ανασφάλεια στους δανειστές, αν αυτοί δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν με σαφήνεια τις αρχές που διέπουν τον χωρισμό, την έκτασή του και το μέτρο της ευθύνης που καθιερώνεται για τον οφειλέτη φορέα των περιουσιών.
Στο παρόν έργο, η απάντηση στα ζητήματα αυτά δίνεται με επισκόπηση της περιουσίας κατά την εξελικτική διαδρομή της έννοιας: από το αρχαίο ελληνικό και το ρωμαϊκό δίκαιο, μέσα από το κοινοδίκαιο, ως τους χρόνους των πρώτων κωδικοποιήσεων και των διδασκαλιών των πανδεκτιστών (Κεφάλαιο Πρώτο). Στη συνέχεια, αναλύεται η έννοια της περιουσίας ως ιδεατό “σύνθεμα” δικαιωμάτων που διέπεται από αρχές και κανόνες και παράλληλα αντιμετωπίζονται τα ζητήματα των υποκειμενοποιημένων ενώσεων προσώπων, αλλά και η θεωρία που αναπτύχθηκε πρόσφατα μέσα και από νομολογιακά δεδομένα περί της θεώρησης της περιουσίας –ιδίως της επιχειρηματικής– ως αντικειμένου δικαίου (Κεφάλαιο Δεύτερο). Παράλληλα εξετάζεται υπό κριτικό πρίσμα η θεώρηση της κληρονομιαίας περιουσίας ως ενιαίας ομάδας δικαίου, όταν αποτελεί αντικείμενο κατακράτησης από τρίτο νομέα. Στο τελευταίο μέρος αναλύονται οι χωριστές περιουσίες που ρυθμίζονται στον Αστικό Κώδικα και σε ειδικά νομοθετήματα, εξετάζονται οι αρχές που διέπουν τις χωριστές ομάδες και τέλος αναλύονται οι “σχέσεις” που μπορεί καθιδρυθούν μεταξύ κύριας και χωριστής περιουσίας (Κεφάλαιο Τρίτο).