«Οἱ νέοι ἔχουν μιὰ δυσοίωνη προοπτική: νὰ ζήσουν. Καὶ αὐτὰ ποὺ θὰ ζήσουν –καὶ ἤδη ζοῦν– εἶναι φρικτά. Δὲν ἔχουν –ὅπως δὲν εἶχαν καὶ οἱ γονεῖς τους– ὀρθὴ πορεία πλεύσεως. Ταξιδεύουν μὲ πλοῖο ἄγονης γραμμῆς. Στὴ διαδρομὴ δὲν θὰ συναντοῦν μικρὰ νησιὰ μὲ γραφικὰ χωριά· θὰ συναντοῦν σκοπέλους· κι ἐνδέχεται νὰ χαθοῦν σὲ μιὰ ἁπλὴ φουσκοθαλασσιά. Τοὺς δίδαξαν ψέματα πολλά· κι οὔτε τοὺς ἔμαθαν νὰ κολυμποῦν στὰ βαθειά.
Το βιβλίο αυτό δὲν εἶναι σύγγραμμα παιδαγωγικό, οὔτε ἠθικολογικό. Εἶναι μιὰ πνευματικὴ γῦρις. Ὄχι γλυκειά. Ἡ γεύση εἶναι πικρή, ὅπως ἡ ἀλήθεια. Ἀλλὰ χωρὶς ἀλήθειες οἱ νέοι θὰ κτίσουν μιὰ ψεύτικη ζωή, σὰν αὐτὴ ποὺ τοὺς προσέφερε ἡ παλαιότερη γενιὰ μὲ τὶς πνευματικὲς παλινωδίες της, τὴν πλουτομανία της, τὸν ἀμοραλισμό της καὶ τὴν κατεδάφιση ὅλων τῶν ἀξιῶν ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ πρόπλασμα γιὰ τὴ δημιουργία ἀξιῶν».
Σ. Ι. Κ.