«Βασικό χαρακτηριστικό του σχολείου αποτελεί η διδασκαλία, η οποία, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να διέπεται από τα βασικά στοιχεία, τα οποία προσδιορίζουν μια επιστημονική εργασία και παράλληλα από το προσωπικό στοιχείο του φορέα, που, για το μάθημα των Θρησκευτικών ή επί το τελειότερο για το μάθημα της Παιδείας και Ελληνορθόδοξης κληρονομιάς, είναι ο δάσκαλος ή ο θεολόγος καθηγητής.
Ο δάσκαλος στην Πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ο θεολόγος καθηγητής στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ο κατηχητής στο χώρο της ενοριακής εκκλησιαστικής κατήχησης για να ανταποκριθούν σωστά στο έργο τους, έχουν ανάγκη από ένα βασικό διδακτικό προβληματισμό. Η επίμονη παλιότερα άποψη πως ο δάσκαλος ή ο καθηγητής χρειάζεται μόνο την καλή γνώση του γνωστικού αντικειμένου, για να έχει μια αποτελεσματική διδασκαλία, δεν ευσταθεί.
Η σε βάθος ψυχοπαιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση του δασκάλου και του καθηγητή θα τους βοηθήσει να απαντήσουν σε βασικά ερωτήματα, όπως: γιατί είναι σκόπιμο να διδαχτεί στους μαθητές η συγκεκριμένη διδακτική ενότητα, τι περιεχόμενο προτίθενται να επεξεργαστούν με τους μαθητές και πώς θα υλοποιηθεί αυτό; Παράλληλα θα τους ευαισθητοποιήσει να δημιουργήσουν στην τάξη ή στην κατηχητική σύναξη το κατάλληλο διδακτικό κλίμα, να είναι σε θέση να ερμηνεύσουν τα διάφορα διδακτικά φαινόμενα και να εφαρμόσουν την ανάλογη γενικότερη διδακτική στρατηγική τους.
Στον παραπάνω προβληματισμό του δασκάλου, του θεολόγου καθηγητή για τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών - της Παιδείας και Ελληνορθόδοξης κληρονομιάς -, αλλά και του κατηχητή, είναι δυνατό να συμβάλλει η «Διδα-κτική του μαθήματος των Θρησκευτικών -Παιδείας και Ελληνορθόδοξης κληρονομιάς- στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση». Βασικής σημασίας καθίσταται η ευαισθητοποίηση και η βίωση της ευθύνης από τους διδάσκοντες ως προς την εξεύρεση των παραγόντων εκείνων, που είτε συμβάλλουν θετικά στο έργο της μάθησης, είτε το παρεμποδίζουν.»
(Από τον πρόλογο του βιβλίου)