Η Αναστασία του Γιώργου του Χασιώτη ήτο η μήτηρ της Αννούλας, μετά της οποίας, οσάκις ευρίσκομαι εις τα Αμπελάκια, κάμνω μακρινούς περιπάτους εις το όρος του `Αη-Λιά, είτε προς την κατεύθυνσιν του κάστρου της Ωριάς και του Πλευρίτη, είτε ανατολικώτερον, προς την Μηλίναν. Η `Αννα, μεταξύ των άλλων εδεσμάτων, μαγειρεύει ντολμαδάκια απαραμίλλου γευστικότητος, φασκιωμένα αριστοτεχνικώς δια λεπτών μεταξίνων αμπελοφύλλων, με χιλίων ειδών άγρια χόρτα μυρωδικά εις την γέμισιν, όπου εγώ λατρεύω. Ούτω, όταν αντιλαμβάνεται ότι είμαι εκεί εκ των ανοικτών παραθύρων, μου τα προσκομίζει αχνιστά αχνιστά εντός ξύλινου πελεκητού πινακίου. Έρχεται σιγανά ως σκιά, ίσταται δι` εν μόνον λεπτόν με το ένα πόδι, ως λέγομεν, εις την εξώθυραν, έως ότου λάβω το λαχταριστόν δώρισμα, και παρομοίως ως αερικόν αποχωρεί.