Ο Dworkin βασίζεται στη σχέση αλληλεξάρτησης δικαίου και ηθικής. Εκκινώντας από την κοινή παραδοχή ότι το Σύνταγμα περιέχει γενικές, αφηρημένες έννοιες, υπογραμμίζει ότι αυτές χρειάζονται, για να εφαρμοστούν ορθά, ερμηνεία. Η ερμηνευτική λοιπόν διαδικασία απαιτεί την παρέμβαση ηθικών κρίσεων, έτσι ώστε το δίκαιο να εμφανιστεί υπό το καλύτερο φως του. Είναι αυτός ο άρρηκτος δεσμός μεταξύ δικαίου και ηθικής που έχει άμεσες πολιτικές προεκτάσεις. Το δίκαιο αποδίδει σε καθένα ό,τι του ανήκει. Ο Dworkin θα εφαρμόσει τη φράση αυτή και στην πολιτική ζωή. Έτσι καθίσταται ουσιώδης υποχρέωση της κυβέρνησης να επιδεικνύει ισότιμο ενδιαφέρον για όλους τους πολίτες. Για τον Dworkin η ισότητα δεν ταυτίζεται με τον πλήρη οικονομικό εξισωτισμό· θεωρεί ως συστατικό της πολιτικής δικαιοσύνης την ύπαρξη ενός οικονομικού συστήματος που δίδει αρχικά σε όλους τους πολίτες τα ίδια, κατά το δυνατόν, εφόδια (as fair and equal a start as is possible). O αμερικανός φιλόσοφος προκρίνει τη λεγόμενη συνεταιρική δημοκρατία, δηλαδή αυτή στην οποία το σύνολο του [λαού], όλοι οι πολίτες δρουν μαζί ως συνεταιρισμός ή σύμπραξη στην αυτοδιακυβέρνηση. Το αποτέλεσμα της σύμπραξης είναι ακόμη και οι πολίτες που έχουν χάσει μία συγκεκριμένη πολιτική μάχη να μπορούν, παρόλ’ αυτά, να θεωρήσουν πως ό,τι έκανε η κοινότητα είναι και δική τους πράξη. Συνεπώς ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι η είσοδος στην πολιτική κοινότητα είναι οικειοθελής, η συμμετοχή σε αυτή δεν σημαίνει απλώς παρουσία, αλλά συνευθύνη και αυτοκυβέρνηση. Στη γνήσια δημοκρατική κοινότητα ηθικό και δίκαιο ταυτίζονται με το νόμιμο και συμμετοχή σημαίνει συνευθύνη.