`Γενεσιουργία`:
Ξερίζωσα
Τις τσουκνίδες σκέψεις
απ` το χωράφι του νου
κι αργά,
αλλά με σταθερά βήματα πια,
είπα να συνεχίσω
να λέω λέξεις
στο χαρτί
δεόντως.
Σε μια ανθοστήλη,
του συμβατικού γάμου
της μέρας με τη νύχτα,
των γονέων σου,
κόσμε,
χασομέρησε το πουλί
που περίμενα
να φέρει εγκαίρως λουλούδι,
γιασεμί ή υάκινθο.
Στον ύπνο μου Ερμιόνη
εκείνον τον καιρό
μύριζαν θάλασσες,
σκοτεινές, θολές
κι ανταριασμένης νιότης·
σαν γλάρωναν και φούσκωναν
τα κύματα,
ανελέητα φοβισμένα παιδιά
απλά ριγμένα
στο σεργιάνι της μέρας άγγιγμα
άκουγαν φωνές
κρυφά από τους μεγάλους. [...]