Στις τηλεοπτικές εκπομπές πολιτικού περιεχομένου, εκείνες όπου η οθόνη είναι τεμαχισμένη σε κομμάτια, που η ελληνική ευρεσιτεχνία τα έχει πατεντάρει ονομάζοντάς τα τηλεπαράθυρα, όμοια με τα κομμάτια του μπακλαβά στο ταψί, ώστε να χωράνε όλους τους προσκεκλημένους, οι παριστάμενοι επιθυμούν διακαώς να πάρουν τον λόγο.
Όταν αυτό συμβεί, ευχαριστούν αρχικά τον παρουσιαστή, που είναι ο καλός τους άνθρωπος. Συχνά επιθυμούν να μιλούν με τους υπόλοιπους προσκεκλημένους διαμέσου εκείνου και μόνο, και όχι απευθείας μεταξύ τους. Σε αυτόν προστρέχουν ικέτες, "Προστατέψτε με, σας παρακαλώ!", όταν νιώθουν ότι απειλούνται από λεκτικές επιθέσεις, όπως αν ήταν διαιτητής σε γήπεδο ή όπως αν ήταν εικόνισμα στο εικονοστάσι, όπως αν ήταν εκείνοι μωρά που τους παίρνει κάποιος το παιχνίδι από τα χέρια ή τον λόγο από το στόμα, αυτοί, ολόκληροι μαντραχαλαίοι με σκεμπέδες, αυτοί που ντύνονται το περισπούδαστο ύφος και το κρυφοκούμπι πουκάμισο με τις κλαδωτές γραβάτες, εν πολλοίς συστημικοί και συστηματικοί τιποτολόγοι, η έλλειψη των οποίων μέχρι και τον πλανήτη θα εξανάγκαζε να μην περιστρέφεται πια.
Και τότε αρχίζουν παράλληλους μονολόγους. Στην ουσία, ό,τι πραγματικά επιθυμούν είναι να ακούνε μόνο τον εαυτό τους και όχι να διαλέγονται. Γι` αυτό και, όταν κανείς τολμήσει να τους διακόψει, εκρήγνυνται κι ωρύονται, "Εγώ δεν σας διέκοψα, αφήστε με να ολοκληρώσω!", αγωνιούν τραγουδώντας στη διαπασών το ρεφρέν "Αφήστε με να ολοκληρώσω! Αφήστε με να ολοκληρώσω!"
Την επόμενη ημέρα, αν όχι την επόμενη ώρα, βρίσκονται καθήμενοι σε άλλο τηλεσταθμό, όπου ελπίζουν ότι κάποιοι άλλοι θα τους επιτρέψουν κάποια στιγμή να ολοκληρώσουν.
Αφήστε τους να ολοκληρώσουν, λοιπόν, ό,τι κι αν είναι αυτό που δεν ολοκληρώθηκε, μια φράση, μια πράξη, ακόμα κι ένα βιβλίο που, έστω και με καθυστέρηση δέκα ετών, επιτέλους ολοκληρώθηκε.