Ο Ιάσονας, επικεφαλής μιας ομάδας νέων, εντοπίζει το μέρος όπου είναι θαμμένο το αρχαίο άγαλμα μιας γυναίκας, φιλοτεχνημένο από έναν Κορίνθιο γλύπτη. Χαρούμενος από την επιτυχία του και κατάκοπος από τη βόλτα του στον Ακροκόρινθο, πέφτει να κοιμηθεί.
Γρήγορα τυλίγεται από την ακαταμάχητη γοητεία ενός συναρπαστικού "ονείρου", στο οποίο συναντά μια αέρινη γυναικεία μορφή που τον συγκλονίζει.
Η κοπέλα τού συστήνεται ως "Πολύμνια" και τον συναντά από τότε καθημερινά. Οι δυο νέοι ζουν μια δυνατή ιστορία αγάπης, μέχρι που εκείνη πρέπει να επιστρέψει στο βασίλειο των νεκρών!
Ό,τι κι αν έκανε, όπου κι αν πήγαινε, εκείνη η γυναίκα εμφανιζόταν συνέχεια μπροστά του. Ο Ιάσονας δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί από την εικόνα της, να τη βγάλει από το μυαλό του, να ξεχάσει τον ήχο της φωνής της. Και το σημαντικότερο, δεν μπορούσε να απελευθερωθεί από την ανάμνηση του διαπεραστικού, του όμοιου με γιασεμί άρωματος που ανέδιδε το κορμί της…
… Το πρόσωπό της ήταν όμοιο με φεγγάρι ολόλαμπρο και τα μάτια της, που κοίταζαν ερευνητικά και επίμονα, ολόιδια με φλογισμένα αστέρια…
… Ποια να ήταν άραγε εκείνη η γυναίκα που καθόταν στα σκαλιά του ναού και που τον κοιτούσε πότε με ένα αδιόρατο χαμόγελο και πότε με μια διακριτική θλίψη;
… Ο Ιάσονας έκλεισε στα χέρια του τα δικά της και την αγκάλιασε τρυφερά. Εκείνη έκαιγε σαν να είχε πυρετό. Ύστερα άρχισε να κλαίει. Το στήθος της τρανταζόταν από τα αναφιλητά. Πονούσε και φοβόταν. Σκιές θάμπωναν το όμορφο πρόσωπό της και άλλες σκιές πλανιόνταν στο βάθος των γκριζοπράσινων ματιών της.
«Να ζήσω μόνο θέλω, Ιάσονα, να ονειρευτώ, ν’ αγαπήσω και ν’ αγαπηθώ και να πεθάνω στην ώρα μου όπως κάθε θνητός».