Έτσι έγιναν τα γεγονότα, φίλε μου, και δεν ξέρω αν θ` αντιλέγεις. Ένας είναι και μοναδικός ο κόσμος τούτος, ο κόσμος που μας δόθηκε να ζούμε από την φύση και της δοθήκαμε κι εμείς, άνθρωποι θνητοί μαζί με τους θεούς μας, συντρόφους που τους θέλαμε, τον δρόμο δήθεν να μας δείχνουν κάποιες φορές. Μάθαμε, λοιπόν, στον κόσμο τούτο άνθρωποι και θεοί μαζί να ζούμε, να δημιουργούμε και να πεθαίνουμε, να πονάμε και να ξαναγεννιόμαστε, να προδίδουμε και να εκδικούμαστε. Την ελευθερία, όμως, ν` αναζητούμε, όταν υποπτευόμαστε αυτό που είναι, τουλάχιστον στην σκέψη όσοι μπορούμε, στην άγρια σκληρότητα να ενδίδουμε κάποιες φορές, αλλά και πάλι άνθρωποι, άξιοι του κόσμου τούτου, του δικού μας, να παραμένουμε.
Κι ενώ αυτός ήταν ο τρόπος που γνωρίζαμε, δάσκαλοι φάνηκαν και ιερείς και δίδαξαν αλλιώς την ιστορία. Ο κόσμος τούτος, είπαν, δεν είναι δικός μας, των ανθρώπων. Κόσμος τιμωρίας είναι και καταδίκης, ενδιάμεσος κόσμος δοκιμασίας, όπου κρινόμαστε εάν θα κερδίσουμε έναν από τους δύο κόσμους του αιώνα, τον κόσμο του Θεού ή του Διαβόλου. Δεν έχουμε, έλεγαν οι ιερείς και λένε, οι άνθρωποι εμείς κόσμο δικό μας, κατάδικό μας. Ξένοι θα `μαστε αιώνια στον κόσμο τούτο ή φιλοξενούμενοι στον κόσμο του Θεού, εάν τον αξιωθούμε, στον Παράδεισο ή στην Κόλαση του Σατανά, ενδεχόμενα, εάν στις αδυναμίες και στους φόβους μας ενδώσουμε.
Και όμως, φίλε μου, ο κόσμος τούτος δικός μας είναι, υπέροχος κι ωραίος. Του ανήκουμε και μας ανήκει. Κι άλλον δεν βλέπω πουθενά. Να τον δημιουργούμε κάθε τόσο απ` την αρχή.