Η πόλη ονομαζόταν Φελίσα. Το πρόσωπό της θαρρείς και άλλαζε από γειτονιά σε γειτονιά ή ακόμη και από κτήριο σε κτήριο. Υπήρχαν υπερύψηλα ανθρώπινα κατασκευάσματα, γλυπτά, ουρανοξύστες με γραφεία και ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Δίπλα σ` αυτά τα μεγαθήρια, καλά κρυμμένες από το φως, ήτανε οι σκοτεινιασμένες γειτονιές, ορμητήρια ανθρώπων - αγριμιών και ανθρώπων με αφεγγή δέρματα. Εκεί συναντούσες πολλές μονοκατοικίες. Οι ήχοι που έβγαιναν από κάποιες απ` αυτές ήταν τρομακτικοί.
Ο ουρανός της Φελίσα έβριθε από κάτι πρωτοφανέρωτα, εκείνης της εποχής, είδη πουλιών, διασταύρωση σπουργιτιού και περιστεριού. Εκατομμύρια απ` αυτά τα υβρίδια όταν συνάζονταν σε ομάδες στον αέρα δημιουργούσαν στο έδαφος σκοτάδι (κατά τη διάρκεια της ημέρας). Το σύννεφο που σχημάτιζαν τα πουλιά ήταν συμπαγές σα βράχος. Κανείς δεν μπορούσε να λύσει το αίνιγμα του τρόπου που πετούσαν όταν ήταν πολλά μαζί.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]