Ζωή και θάνατος, ον και μη ον, λέξεις κορυφογραμμές της γλώσσας που σκιαγραφούν τον ορίζοντα εντός του οποίου φαίνεται να φανερώνεται το αφανές και μη ορατό, το Είναι αυτό καθ` εαυτόν. Ο Όμηρος, όπως οι φυσικοί φιλόσοφοι μετά από αυτόν, λέει και τραγουδά τα όντα, υμνεί το κλέος των όντων, για να οδεύσει προς το Είναι. Στην ομηρική ποίηση συμβαίνει ετούτο το θαυμαστό φαινόμενον, το φως του όντος να καταυγάζει το Είναι. Η ομηρική ποίηση αυτό κυρίως είναι, φως. Λάμψη ηλιακή αλλά και νυκτερινή αναλαμπή κάποτε, καθαρό φως της ιερής ημέρας και μαρμαρυγή των άστρων και, επάνω απ` όλα, λάμψη ολύμπια. Σε κάθε περίπτωση, λάμψη θεϊκή που καταυγάζει των αθανάτων και των θνητών το αθάνατο κλέος στους αιώνες και τις χιλιετίες, ακόμη και τα εκατομμύρια χρόνια της ανθρώπινης ποίησης επάνω στην γη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]