«Καλή σου μέρα, αγαπημένε μου» είπε στον Ιππότη η Τζούλιετ, «πάω στη δουλειά.»
«Δουλειά;» επανέλαβε ο Ιππότης που δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Ναι» αποκρίθηκε η Τζούλιετ. «Όταν εσύ έφυγες, άρχισα να υφαίνω χαλιά και να πίνω κρασί για να περνάει η ώρα. Στα τρία χρόνια πάνω, πιο πολύ ήπια παρά ύφανα. Στο τέλος, αναγκάστηκα να ψάξω κάτι άλλο για ν` απασχολούμαι.»
Ο Ιππότης ανακάθισε στο κρεβάτι και τη ρώτησε, όλο περιέργεια: «Τι κάνεις δηλαδή;»
«Αναστηλώσεις κάστρων.» «Τι; Τι;»
«Αναστηλώσεις κάστρων. Είναι όλα λάθος σχεδιασμένα. Τα δωμάτια είναι πολύ μεγάλα, στους διαδρόμους κυκλοφορούν ρεύματα, οι πέτρινοι τοίχοι είναι παγωμένοι.»
«Και... σε πληρώνουν για να το κάνεις αυτό;»
Η Τζούλιετ χαμογέλασε, πανευτυχής: «Και πολύ καλά, μάλιστα. Κάνω τα δωμάτιά τους να είναι πιο ζεστά και βολικά. Έχω γίνει διάσημη ότι φτιάχνω κάστρα-φωλίτσες.»
Τον κοίταξε ερωτηματικά: «Δε σε πειράζει που εργάζομαι, ε;»
Ο Ιππότης, ακίνητος στο προαύλιο και με συγκεχυμένα αισθήματα, έμεινε να την κοιτάζει που ξεμάκραινε.
Εάν στον `Ιππότη με τη σκουριασμένη πανοπλία` (το παγκόσμιο μπεστ σέλερ του), ο Ρ. Φίσερ προσπάθησε να μας δείξει τον τρόπο για να απελευθερωθούμε από την καταπιεστική πανοπλία που φοράμε όλοι για προστασία, στην `Επιστροφή του ιππότη`, μας παροτρύνει να αντιμετωπίσουμε την πιο σύνθετη απ` όλες τις προκλήσεις: τη συνύπαρξή μας με την/τον σύντροφό μας μέσα στη ρευστή σχέση του ζευγαριού.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]