Η μελέτη που προτείνει το βιβλίο του Θανάση Βασιλείου ανανεώνει εις βάθος το βλέμμα μας πάνω στην εκπληκτική καινοτομία φόρμας που παρουσιάζουν οι ταινίες του Αγγελόπουλου. Αυτό το κορυφαίο κινηματογραφικό έργο, αφιερωμένο στο σύνολό του στους `ηττημένους της ιστορίας`, συγκλόνισε αρχικά τους κριτικούς με την πολιτική του σαφήνεια. Από τις δικτατορίες και τις κατοχές που έζησε η Ελλάδα, μέχρι τους αλλεπάλληλους πολέμους που ρήμαξαν τα Βαλκάνια, περνώντας από τη συγκλονιστική εξορία που υπέστην ολόκληροι πληθυσμοί, οι ταινίες του περιστράφηκαν γύρω από τις τραγωδίες της ευρωπαϊκής ιστορίας του περασμένου αιώνα, φτάνοντας ενίοτε ακόμα και στο σημείο να τις προβλέψουν.
Αυτό, το οποίο μελετήθηκε λιγότερο συχνά, είναι η ξεχωριστή δυναμική αυτού του έργου που συμπυκνώνει όλα τα στοιχεία του ελληνισμού, από τους ειδωλολατρικούς μύθους στους χριστιανικούς θρύλους, από το ομηρικό έπος στα λαϊκά τραγούδια, από την αρχαία τραγωδία στους μοντέρνους ποιητές. Αυτό το φαινόμενο υβριδισμού (χαρακτηριστικό των διεργασιών της μνήμης, η οποία λειτουργεί μέσω μετάθεσης και συμπύκνωσης) βρίσκεται στην καρδιά της μελέτης που ο Θανάσης Βασιλείου αφιερώνει στο εικονογραφικό βλέμμα του σκηνοθέτη πάνω στον κόσμο. Η εξαιρετική αυθεντικότητα της έρευνας που επιχειρεί ο συγγραφέας οφείλεται στο γεγονός ότι δεν περιορίζεται ούτε στις ομολογημένες προτιμήσεις του σκηνοθέτη, ούτε στην παρουσία, αρκετά προφανή, της ζωγραφικής του Τσαρούχη ή του Θεόφιλου στις ταινίες του Αγγελόπουλου. Έχοντας απορρίψει την ιδέα της `επιρροής`, η οπτική του τον ωθεί να διανύσει μια οδό αποδεσμευμένη από την οριοθέτηση των συγκλινουσών σκέψεων, ή, ακριβέστερα, των `παράλληλων διαδρομών`, όπως έλεγε ο Σεφέρης για τους Καβάφη και Έλιοτ.
Είναι γύρω από την `ακούσια μνήμη` των ίδιων των ταινιών που εξελίσσεται η λεπτομερής αυτή μελέτη, φωτίζοντας τις αναπαριστώμενες αναμνήσεις που αποτελούν την κρυφή ζωτική πηγή της αισθητικής του σκηνοθέτη. Μπλέκοντας τις προσωπικές μνήμες του Αγγελόπουλου με την ονειρική εικόνα μιας κουλτούρας κι ενός λαού, η μνήμη τούτη, πλεγμένη από λήθη, καθιστά το σκηνοθέτη, όπως ακριβώς και το Σεφέρη, έναν `αναζητητή ερειπίων`. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]