Καμιά φορά τα βράδια, ιδιαίτερα όταν βρέχει, ο νους μου ταξιδεύει - πιο συχνά στα παιδικά μου χρόνια. Και τότε ξεπροβάλλει ο καθηγητής του βιολιού. Φορούσε μια ξεθωριασμένη ρεντιγκότα και μια περούκα μαδημένη - γελούσαμε μαζί του. Αλλά όταν μετά το μάθημα έμπαινε η μητέρα μου στην κάμαρα (για χάρη της ίσως) έπαιζε κάτι διαφορετικό - μια μελωδία ήρεμη και σοβαρή που μας έκανε να σοβαρευόμαστε κι εμείς άξαφνα, σαν να μαντεύαμε αόριστα ότι στο βάθος η μουσική δεν είναι πάθος ή όνειρο, νοσταλγία ή ρεμβασμός, αλλά μια άλλη δικαιοσύνη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]