`Τη μοίρα μου τη διαμόρφωσε η ανάγκη, μια εφιαλτική, αδήριτος ανάγκη. Χρειάζονταν χέρια πιο δυνατά από τα δικά μου· πιστεύω μάλιστα πως καμία ανθρώπινη δύναμη δεν θα μπορούσε να σπάσει την άθραυστη αλυσίδα που μ` έδεσε -εμένα που κάποτε η έννοια της ζωής ισοδυναμούσε με τη χαρά και τα μόνα αισθήματα που με διακατείχαν ήταν αγάπη και καλοσύνη- στη δυστυχία που θα τελείωνε, και τώρα πρόκειται να τελειώσει, στον θάνατο.`
Η Ματίλντα ήταν το δεύτερο, μετά τον Φρανκενστάιν, έργο της Mary Shelley και γράφτηκε κι αυτό την εποχή που ζούσε ακόμα με τον άντρα της, τον ποιητή Percy Bysshe Shelley στην Ιταλία. Όταν το έργο ολοκληρώθηκε, το 1820, το έστειλε με τη φίλη της Mary Gisborne στον πατέρα της William Godwin, για να εκδοθεί· ο Godwin ταράχθηκε από το θέμα του, που αφορούσε μια, έστω και φανταστική, αιμομιξία. Σύμφωνα με τη Mary Gisborne (Maria Gisborne and Edward Williams, Shelley`s Friends, Their Journals and Letters, ed. Frederick L. Jones, Norman, 1951, p. 44), ο Godwin της δήλωσε πως το βιβλίο δεν ήταν δυνατόν να εκδοθεί παρά μόνον αν γραφόταν πρόλογος, όπου θα υπήρχε σαφής διευκρίνιση ότι δεν είχε στην πραγματικότητα συντελεστεί αιμομιξία.
Δεν έστειλε ωστόσο το έργο για να εκδοθεί (αν και δεν είχε καθόλου διστάσει να στείλει προς έκδοση το έργο της γυναίκας του και μητέρας της Shelley, Mary Wollstonecraft, Maria, εξίσου προκλητικό για τα ήθη της εποχής, μια και το θέμα του ήταν η μοιχεία) και δεν επέστρεψε το χειρόγραφο στην κόρη του παρά τις επανειλημμένες περί αυτού οχλήσεις της.
Το έργο εκδόθηκε τελικά το 1959.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]