Ήθελα μόνο να χωρέσω
Ένα μυθιστόρημα για εφήβους
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-16-5152-1
Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 11/2013
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 11.90 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
21 x 14 εκ, 368 γρ, 295 σελ.
Περιγραφή

Η Ζωή είναι 15 χρονών και καθόλου έτοιμη για το Λύκειο, για την αλλαγή σχολείου, για τις αλλαγές στο σώμα της, για τις αλλαγές γενικώς.

Στην προσπάθειά της να ταιριάξει στο νέο περιβάλλον, να κρατήσει τους φίλους της και να κερδίσει αυτόν που δε λέει να γυρίσει να την κοιτάξει, διαλέγει να ελέγξει την κατάσταση με τον μόνο τρόπο που ξέρει: να γίνει αυτό που πιστεύει ότι όλοι θεωρούν όμορφο, ακόμα κι αν έτσι ρισκάρει να χάσει τον ίδιο της τον εαυτό.

Μέσα από το blog της, τις διηγήσεις των γονιών της, τις συζητήσεις με την κολλητή της στο chat και τα μικρά ντοκουμέντα της καθημερινότητάς της, η Ζωή θα χάσει και θα ανακαλύψει ξανά από την αρχή τον τρόπο να προχωράει, να βρίσκει τη θέση της, να αγαπάει τον εαυτό της και να χαίρεται την κάθε στιγμή.

Το "Ήθελα μόνο να χωρέσω" είναι ένα βιβλίο για εφήβους, γραμμένο με αμεσότητα στη γλώσσα τους και απόλυτα ειλικρινές γύρω από μερικά από τα πιο σημαντικά θέματα που τους απασχολούν: τις σχέσεις, το σώμα τους, την αποδοχή από το περιβάλλον τους, τις ανασφάλειες αλλά και τις ιδιαιτερότητες που τους κάνουν να ξεχωρίζουν. Με αληθινό και ζωντανό τρόπο αγγίζει και το ζήτημα της ψυχογενούς ανορεξίας, ένα πρόβλημα σύνθετο και τόσο επικίνδυνο για την υγεία και την ψυχική ισορροπία των εφήβων, που όμως συχνά παραμένει ταμπού για μικρούς και μεγάλους.

Η πιο τρομαχτική ήταν η στιγμή που παραλίγο να το παρατήσω.

Έγραφα τρεις μήνες, όσο εντατικά με βοηθούσε να γράφω ο ενθουσιασμός και η ανάγκη μου να γράψω το Ήθελα μόνο να χωρέσω – να μοιραστώ με τους εφήβους όσα μου έμαθε η εμπειρία της ψυχογενούς ανορεξίας, να τους μιλήσω για το πώς έμαθα να αγαπάω το σώμα μου, να μη φοβάμαι το φαγητό, να επικοινωνώ με τους γονείς μου, να σχετίζομαι με τους άλλους χωρίς να προσπαθώ κάθε στιγμή να κρυφτώ από τις αδυναμίες μου, να τις παραδέχομαι, να διακρίνω τις δικές τους και να τις αγαπώ.

Έγραφα διαπράττοντας όλα τα λάθη του πρωτάρη συγγραφέα, χωρίς αεροστεγές πλάνο, χωρίς ξεκάθαρη εικόνα για το τελικό αποτέλεσμα, παραμελώντας ακόμα κι αυτό που, ύστερα από τόσα χρόνια δημοσιογραφίας, ήξερα ότι είναι το άλφα και το ωμέγα της γραφής: τη δομή.

Ώσπου, κόλλησα. Κόλλησα βίαια και αμετακίνητα, σαν μικρό αυτοκίνητο σε βαθιές λάσπες. Δεν ήταν writer's block, μπορούσα ακόμα να γράφω σκόρπια αποσπάσματα από τις σκέψεις και τις ιστορίες που σχηματίζονταν στο κεφάλι μου, αλλά μου ήταν αδύνατο να τις συνθέσω σε μία ενιαία αφήγηση. Είχα το μήνυμα, δεν είχα την ιστορία.

Κι έτσι, σταμάτησα να γράφω.

Ανακοίνωσα με επικριτικό και ψεύτικα παρηγορητικό ύφος στον εαυτό μου ότι, τι να κάνουμε, δεν ήμουν έτοιμη αυτή τη στιγμή να διαχειριστώ κάτι τόσο μεγάλο, δεν ήμουν έτοιμη να αντιμετωπίσω τα φαντάσματα του παρελθόντος και, πολύ περισσότερο, δεν ήμουν έτοιμη να γράψω ένα μυθιστόρημα. Θα συνέχιζα να κάνω τα πράγματα που ήξερα καλά (κι ας μου φαίνονταν λίγα πλέον) και ίσως, κάποια στιγμή, μετά τα 45, όταν θα είχα γίνει ο συγκροτημένος και ισορροπημένος άνθρωπος που ως τότε είχα αποτύχει παταγωδώς να γίνω, ίσως τότε να μπορούσα να γράψω αυτό το βιβλίο, για την ιστορία μιας έφηβης του 21ου αιώνα, που δεν έχει μάθει να ζει με τον εαυτό της και ξεσπάει πάνω του με την ορμή και την οργή που μόνο κάποιος που έχει βαλθεί, έστω και μία φορά, να «βελτιωθεί» ώστε να γίνει αποδεκτός από τους γύρω του, μπορεί να καταλάβει.


Ευτυχώς, δεν είχα κρατήσει μυστικό το τι προσπάθησα (αλλά απέτυχα) να κάνω.


Σε ένα τηλεφώνημα για μια εκκρεμότητα του πρώτου μου βιβλίου, η Πάολα, αγαπημένη συνεργάτιδα από τις Εκδόσεις Πατάκη, με ρώτησε: «Τι γίνεται εκείνο το μυθιστόρημα για τις διατροφικές διαταραχές; Το περιμένουμε, ξέρεις». Μέσα στη θολούρα και στον πανικό, την αίσθηση της απογοήτευσης και την αγωνία, θυμήθηκα τη συμβουλή του παππού: Όταν δεν ξέρεις αν μπορείς να κάνεις κάτι, πες με βεβαιότητα ότι μπορείς και μετά κόψε το λαιμό σου για να βρεις τρόπο να το κάνεις. Είπα στην Πάολα, με όση ψυχραιμία κατάφερα να συγκεντρώσω, ότι ναι, το βιβλίο τελειώνει και σύντομα θα τους το στείλω να το δουν, κι ύστερα ζήτησα ρεπό από τη δουλειά και τη μητρότητα για μία μέρα.


Με πόνο ψυχής και αποφασιστικότητα πληρωμένου δολοφόνου πέταξα το 80% των (πολλών) λέξεων που είχα ήδη γράψει, αφού η Αλεξάνδρα με έβαλε να διαβάσω το πρώτο κεφάλαιο δυνατά. Κι ύστερα, πάνω από πολλά φλιτζάνια με καφέ και σοκολάτα, διηγηθήκαμε η μία στην άλλη την ιστορία μιας έφηβης του 21ου αιώνα, που δεν έχει μάθει να ζει με τον εαυτό της και ξεσπάει πάνω του με την ορμή και την οργή που μόνο κάποιος που έχει βαλθεί, έστω και μία φορά, να «βελτιωθεί» ώστε να γίνει αποδεκτός από τους γύρω του, μπορεί να καταλάβει. Κι ύστερα ξαναγύρισα στον εαυτό μου και, χωρίς καμία επίκριση, αλλά ούτε και παρηγοριά, του ανακοίνωσα ότι θα γράφει 600 λέξεις κάθε βράδυ, μετά τη δουλειά, το μπάνιο της κόρης μου, το κοίμισμα, την πρώτη βάρδια. Τις ημέρες που οι λέξεις δεν έβγαιναν, ήξερα ότι την επόμενη με περίμεναν οι διπλάσιες και πέρασα πολλά βράδια κλαίγοντας για το δυσθεώρητο αυτού που προσπαθούσα να κάνω. Όμως σε τέσσερις μήνες το Ήθελα μόνο να χωρέσω βρισκόταν στα χέρια της Έλενας Πατάκη, που το αγκάλιασε με όλες του τις ιδιαιτερότητες και μου επέτρεψε να το κάνω αυτό που είναι σήμερα: ένα βιβλίο που διαβάζεται με την ίδια αγάπη από εφήβους, εικοσιπεντάρηδες και γονείς, που με ταξιδεύει στα σχολεία της Αθήνας και της επαρχίας και μου δίνει την απίστευτη χαρά τού να συζητάω με τα παιδιά για τα πιο μεγάλα θέματα που τα απασχολούν, την απίστευτη χαρά του συγγραφέα που νιώθει ότι μοιράστηκε, με τρόπο που αγγίζει τους άλλους, ένα μεγάλο και δύσκολο κομμάτι του εαυτού του.

Σχετιζόμενα προϊόντα