`ΦΛΗΒΑΣ Ο ΦΟΙΝΙΚΑΣ`:
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
1.
Φιλόκρητος ο έμπορος και στα στερνά
ξωμάχος, θάφτηκε στη Μέμφιδα, στα ξένα.
Κι ο λάβρος Νείλος ξεχειλίζοντας απότομα
τον απογύμνωσε απ` το λίγο του το χώμα.
Απ` την πικρή θάλασσα ξέφυγε - κι αλίμονο,
κάτω απ` το κύμα ναυαγού έχει τώρα τάφο.
2.
Πλάι στη θάλασσα με θάβετε; Μακριά
πρέπει να φτιάξετε του ναυαγού το μνήμα.
Θάνατο ακούω στο κύμα. Εσείς, παρ` όλ` αυτά,
να `στε καλά που νοιάζεστε για τον Νικήτα.
3.
Τον ναυαγό κοιτάς που η θάλασσα δεν θέλησε
απ` το στερνό του ρούχο να τον ξεγυμνώσει.
Άνθρωπος πέρασε θρασύς και μου το στέρησε:
τόσο το κέρδος του κι η ασέβειά του τόση.
Ας το φορέσει και στον Άδη ας κατεβεί,
με το κουρέλι μου ο Μίνωας να τον δει.
4.
Ώρα καλή, εσείς στ` ανοιχτά, όπου κι αν πάτε.
Κοιτάξτε: ναυαγού το κύμα προσπερνάτε.
5.
Ποτέ ας μην έφτιαχναν καράβια! Εμείς εδώ
τον Σώπολι του Διομήδη δεν θα κλαίγαμε.
Κάπου τον πάει τώρα η θάλασσα νεκρό
και τ` όνομά του σ` άδειο μνήμα προσπερνάμε.
6.
Νύχτα με βρήκε η καταιγίδα στ` ανοιχτά
του Λιβυκού πελάγου. Κι ήρθαν τ` ανελέητα
κύματα που σηκώνει όταν στα σκότη δύει
ο Ωρίωνας και μου στερήσαν τη ζωή.
Και στροβιλίζομαι, βορά στα ψάρια, ο Κάλαισχρος·
και λέει ψέματα τούτος εδώ ο λίθος.