Στις καλβικές σπουδές η έρευνα και η κριτική των Ωδών ακολουθεί μέχρι σήμερα κυρίως ελληνοκεντρική κατεύθυνση. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι μελετητές αποδίδουν στον Ανδρέα Κάλβο θαυμαστή σε εύρος και ποιότητα γνώση και αξιοποίηση της αρχαιοελληνικής γραμματείας και απαράμιλλη φιλολογική εμβρίθεια, ενώ ερμηνεύουν ως εκδήλωση ποιητικής τόλμης τη συχνή απόκλιση του καλβικού ιδιώματος από την ελληνική ως προς τις σημασίες των λέξεων και τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες.
Στο ανά χείρας βιβλίο αμφισβητείται η κρατούσα αντίληψη και τίθεται σε νέες βάσεις η έρευνα γύρω από τη γλώσσα, την ποιητική και τις φιλολογικές επιδόσεις του Κάλβου. Η επισήμανση μεγάλου αριθμού ιταλισμών στη γλώσσα του Ζακύνθιου ποιητή, η εξακρίβωση των ιταλικών προτύπων του και η ανάδειξη των σοβαρών αδυναμιών της γλωσσικής και φιλολογικής του κατάρτισης τεκμηριώνουν την κεντρική θέση του βιβλίου, ότι η ποίηση του Κάλβου αναπτύσσει πρωτογενή διακειμενικό διάλογο μόνο με την ιταλική ποίηση, μέσω της οποίας προσλαμβάνεται η αρχαιοελληνική και λατινική γραμματεία. Η προσέγγιση των Ωδών υπό το πρίσμα αυτό δεν μειώνει τη σημασία και την αισθητική τους αξία, υποδεικνύει όμως την ανάγκη να αναπροσανατολιστεί η έρευνα ως προς τις πηγές και τις προϋποθέσεις της δημιουργίας τους. Γιατί, όσο περισσότερα γνωρίζουμε για την ποίηση αυτή, τόσο καλύτερα την κατανοούμε.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]