ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1968: Ο Φουκώ αποδέχεται την πρόσκληση του κριτικού Κλώντ Μποννεφουά και κάνει μαζί του μια σειρά συναντήσεων με απώτερο στόχο να προκύψει ένα βιβλίο. Οι δύο άντρες δεν αποδύονται σε μια συνέντευξη ούτε σ` έναν διάλογο, αλλά σε μια πρωτοφανή άσκηση ομιλίας: Ο συγγραφέας της Ιστορίας της τρέλας, για πρώτη φορά στη ζωή του, μας αφήνει να δούμε την κατά δήλωσή του `ανάποδη της ταπισερί`, τη δική του σχέση με τη γραφή.
Στις δέκα περίπου συναντήσεις που έλαβαν χώρα, ο Φουκώ ασκεί μια πρωτοφανή ομιλία, μια αυτοβιογραφική ομιλία. Αυτές οι εκμυστηρεύσεις του συγγραφέα για τον εαυτό του συμπαρασύρουν μια αλλαγή στις ερωταπαντήσεις των δύο αντρών, μια τροποποίηση αυτού που αρχικά θα έπρεπε να είναι μια παραδοσιακή συνέντευξη. Για να αναστοχαστεί πάνω στον τρόπο που εργάζεται, για να μιλήσει για τις δυσκολίες του γράφοντος, ο Φουκώ υιοθετεί ένα πρωτοφανές κατάστιχο, μια νέα γλώσσα. Στο τέλος αυτού του πειράματος λέει ότι βρίσκει τον εαυτό του αλλαγμένο και ευτυχή που κατόρθωσε να επινοήσει έναν τύπο λόγου, ο οποίος δεν είναι ούτε συνομιλία ούτε κάποιο `είδος λυρικού μονολόγου`.
Θέλω να μιλήσω γι` αυτούς που η γραφή τους είναι προορισμένη να δηλώσει, να δείξει, να εκδηλώσει εκτός αυτής κάτι που χωρίς αυτήν θα παρέμενε, αν όχι κρυμμένο, τουλάχιστον αόρατο. Ίσως εκεί παρ` όλα αυτά να υπάρχει, για μένα, ένα θέλγητρο της γραφής. [...] Να συλλάβω αυτή την αορατότητα, αυτό το αόρατο του υπερβολικά ορατού, αυτή την απομάκρυνση από το υπερβολικά γειτνιάζον· αυτή η άγνωστη οικειότητα είναι για μένα το σπουδαίο εγχείρημα της `γλώσσας` μου και του λόγου μου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]