`Πρωτομαγιά`:
Σηκώθηκε από το τραπέζι όπου είτανε ώρες σκυμμένος απάνω στο αγαπημένο του βιβλίο και στάθηκε στο παράθυρο που `βλεπε προς τη θάλασσα. Τα μάτια του κουρασμένα από το πολύ διάβασμα, το κεφάλι του βαρύ. Η θάλασσα, χρυσάφι λυωμένο, ερωτοτροπούσε με τον ήλιο που τηνε καμάρωνε από πάνω, τη γλυκειά φιλενάδα του. Μια γλυκιά μυρουδιά ερχότανε από κάπου. Ανασταινότανε. Σαν ξαγριεμένος ο νους του από το διάβασμα, και το θέαμα είτανε τόσο ήμερο, τόσο μαγικό. Τα καΐκια κάτω στο λιμάνι καμαρώνανε ακούνητα απάνω στα νεκρά νερά. Ένας ναύτης σκαρφάλωνε στο κατάρτι σα γάτα για να κρεμάση στην κορφή ένα στεφάνι πρωτομαγιάτικο. Ασπρομάλλης ο ναύτης, κι είχε τόσο χτυπητά χρώματα το στεφάνι. Θυμήθηκε πως αύριο ξημέρωνε Πρωτομαγιά. Ημέρα θλιβερή γι` αυτόν, όσο κι αν είτανε γλυκειά για τους άλλους. Τι κι αν γελούσε κι αν κρέμαγε κι αυτός στεφάνι. Η καρδιά του πάντα αυτήν τη μέρα βάραινε πιο πολύ. [...]