`Ήθελα να γίνω μάνα, το ήθελα πάρα πολύ. Όμως δεν ήξερα πόσο πόνο μπορεί να σε κάνει να νιώσεις το ίδιο σου το παιδί. Αυτό δεν το `ξερα. Το βγάζεις μέσα από τα σπλάχνα σου, τρέφεται από το στήθος σου, και έρχεται η στιγμή που σου αφαιρεί τη ζωή μέσα από τα χέρια. Για πρώτη φορά ένιωσα τη ζωή στα χέρια μου, και μου την ξερίζωσε. Ένιωσα γυναίκα, και μ` έκανε να ντρέπομαι γι` αυτό. Το παιδί μου, το δικό μου το παιδί. . . Από τη στιγμή που γίνεσαι μάνα χάνεις το δικαίωμα να `σαι γυναίκα. Τριάντα χρόνια μάνα, με εκατομμύρια πρέπει και κανένα θέλω. Κανείς ποτέ δε με ρώτησε τι τραβάει η καρδούλα μου. Μόνο δώσε, δώσε, δώσε, Στράγγιξα. Μια ξεραμένη σταφίδα έγινα. Μια μαριονέτα που της κουνάνε τα σχοινιά για να χαμογελάσει, να χορέψει, να κινηθεί. Άμα την αφήσεις μένει εκεί, ανέκφραστη, άψυχη, άγαλμα.`
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]