Η ιδέα που διατρέχει το βιβλίο αυτό είναι πως η ετερότητα ενδιαφέρει όταν (ανα)παράγει σχέσεις εξουσίας: σχέσεις εξουσίας ανάμεσα σε μειονότητες και κράτη, σχέσεις ισχύος ανάμεσα ή μέσα στις ίδιες τις ομάδες, σχέσεις ανισότητας ανάμεσα σε μετανάστες και γηγενείς, κ.ο.κ. Όταν η ετερότητα δεν δημιουργεί τέτοιες σχέσεις, οι άνθρωποι γενικά δεν μπαίνουν στον κόπο να ασχοληθούν μαζί της. Κάθε άνθρωπος που έρχεται στον κόσμο είναι άλλος, «έτερος», φυσιολογικά διαφορετικός, ωστόσο, όταν στις μέρες μας μιλάμε για διαφορά, δεν έχουμε στο νου μας κάθε διαφορά. Ως γενική διαπίστωση μπορούμε να πούμε ότι, «γενικά, η διαφορά είναι αδιάφορη». (. . .) Η μελέτη της ετερότητας προσφέρει κατεξοχήν ένα αυτοκριτικό πεδίο, καθώς μας κάνει να μαθαίνουμε για εμάς από τους άλλους. Σε τελευταία ανάλυση, το ζήτημα έχει να κάνει και με το πόσο είμαστε διατεθειμένοι να αντικρίσουμε κάποιες πτυχές δικών μας υποθέσεων που έχουμε αποσιωπήσει, εξωραΐσει ή ξεχάσει και να εξοικειωθούμε μαζί τους. Αυτή είναι η αυτοκριτική πρόκληση της μελέτης της ετερότητας ως σχέσης εξουσίας. Σε τελευταία ανάλυση, παρά τα φαινόμενα, είναι μια ενδοσκόπηση. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]