Νάμαι τώρα κάτω από το πουπουλένιο πάπλωμα με τα μάτια του μυαλού μου ανοιχτά. Μέσα στο χρυσαφένιο φως που εκπέμπει «Το άστρο της αγάπης», λάμπουν ξανά οι σκηνές του παρελθόντος. Επιστρέφουν και με κρατάνε συντροφιά. Όπως απόψε, οι αναμνήσεις μου φέρνουν δάκρυα ευτυχίας. Ποτάμια ευτυχίας κυλούν μέσα στα χαντάκια του προσώπου μου, λακκούβες και γούρνες που με τόση ανένδοτη επιμέλεια έσκαψε επάνω στο δέρμα μου ο επιβλητικός άρχοντας χρόνος. Αυλάκια, ραφές και ουλές, αδέξια χαραγμένα και διασκορπισμένα σε όλο μου το σώμα, ένα σώμα που με προσδιορίζει αυτούσιο στην πιο προσωπική και επικίνδυνη απ’ όλες τις συνήθειές μου: να αισθάνομαι. Μια συνήθεια που εξακολουθώ να την έχω ακόμη με πείσμα αρβανίτικο και μόνο μία φορά τόλμησα να τη φανερώσω. Μια πρώτη και τελευταία φορά. «Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται αγαπημένη αίσθηση». Η τελευταία σκέψη πριν κοιμηθώ είναι εκείνος.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]