ΟΤΑΝ, ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΔΕΚΑ ΠΕΡΙΠΟΥ ΧΡΟΝΙΑ, διατύπωνα το πρώτο γραπτό κείμενο για την ιστορία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από τις αρχές του 20ού αιώνα ως τις παραμονές του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, το πρωταρχικό κίνητρό μου ήταν να ανταποκριθώ σε μια ανάγκη διδακτική. Οπωσδήποτε όμως, παράλληλα, πίστευα ότι η ευσύνοπτη διαχρονική θεώρηση της διεθνούς θέσης και των εξωτερικών σχέσεων της Ελλάδας, στη διάρκεια του αιώνα μας, θα ήταν εύλογο να ενδιαφέρει και ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Η συγγραφική μου προσπάθεια απέβλεψε, από την πρώτη στιγμή, στην εξυπηρέτηση και των δύο αυτών σκοπιμοτήτων.
Τα ακραία όρια της αφηγήσεως εντοπίζονται σε δύο χρονικά σημεία αποφασιστικής βαρύτητας για την πορεία της χώρας, αλλά και του έθνους.
Η μετάβαση τόσο από τον 19ο στον 20ό αιώνα, όσο και από τον πόλεμο στην ειρήνη, σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, αποτέλεσε την αφετηρία σημαντικών εξελίξεων στο επίπεδο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Πέρα όμως από την ουσιαστική ανταπόκριση σε σημαντικά γεγονότα ή σε βαθύτερες ζυμώσεις, το χρονικό πλαίσιο της συγγραφής προσδιορίζεται και από τη γενικότερη ανάπτυξη της ιστορικής έρευνας - ιδιαίτερα της μελέτης των πηγών. Μονογραφίες και άρθρα, βασισμένα στην αξιοποίηση του πρωτογενούς υλικού, έχουν ήδη συμβάλει στη διαφώτιση πτυχών καίριας σημασίας για τη διαμόρφωση της ελληνικής διπλωματίας, τουλάχιστον ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αντίθετα, κάθε απόπειρα για την επιμήκυνση των χρονικών ορίων της αφηγήσεως πέρα από τη δεκαετία του `40, θα προσέκρουε στην ανεπάρκεια της αναγκαίας ερευνητικής υποδομής. Η εξακολουθητική αδυναμία προελάσεως των επίσημων ελληνικών διπλωματικών πηγών της τελευταίας πεντηκονταετίας και η σχετικά πρόσφατη έναρξη της αξιοποιήσεως των αντίστοιχων πηγών του εξωτερικού έχει συντελέσει ανασταλτικά στη συστηματική και ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των προβλημάτων της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η προσέγγιση του όλου αντικειμένου της συγγραφής τείνει να συνδυάσει τη σύγχρονη αντίληψη για την αντιμετώπιση της διπλωματικής ιστορίας με την προσπάθεια για τη διεύρυνση του πεδίου έρευνας προς την αναζήτηση και των βαθύτερων δυνάμεων που συντελούν στη διαμόρφωση της διεθνούς πραγματικότητας. Η αναφορά στα γεγονότα ολοκληρώνεται με την επισήμανση των ενεργειών των ελληνικών κυβερνήσεων στο πλαίσιο της διεθνούς ζωής, την ανάλυση των αποφάσεων και τη διερεύνηση των προθέσεών τους. Αλλ` η πληρέστερη ανταπόκριση στις αυξημένες απαιτήσεις της σύγχρονης ιστορικής επιστήμης υποβοηθείται από την αναφορά και σε βαθύτερους καθοριστικούς παράγοντες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έστω και αν η πρόσβαση στο πεδίο αυτό δεν ενθαρρύνεται πάντοτε από τη συμβολή ειδικών μονογραφιών και τα πορίσματα συγγενών επιστημών. Οσάκις, κάτω από τις συνθήκες αυτές, κρίθηκε αναγκαίο η κάλυψη ενός κενού να αντιμετωπιστεί με τη διατύπωση κάποιας υποθέσεως, καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε η τελευταία αυτή να τεκμηριωθεί με αντικειμενικά στοιχεία.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]