«`ΟΔΥΣΣΕΙΑ, ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΡΑΨΩΔΙΑ»: Αν θυμάμαι καλά, όταν ήμουν παιδί, συλλογιζόμουνα επίμονα τον Οδυσσέα. Ζούσα τότε τη μέρα, σαν όνειρο, κατάντικρυ στη θάλασσα, καθισμένος στις άκρες των βράχων, διαβάζοντας Όμηρο, σχεδιάζοντας τα δικά μου ταξίδια. Κάποτε, έτυχε να σμίξουμε στο ίδιο πλήρωμα, στα ίδια δρομολόγια, στα ίδια μυθικά λιμάνια. Είχαμε φαίνεται κι οι δυο στο βλέμμα μας την ίδια αίσθηση, εκείνη τη βαθύτερη αίσθηση της νοσταλγίας. Πάει καιρός από τότε κι ο Οδυσσέας της νιότης μου, που τόσα και τόσα με δίδαξε στη ζωή, έχει αλλάξει ολότελα. Τις νύχτες έρχεται ανήσυχος στη γέφυρα και με κυττάζει παράξενα· ιδιαίτερα με κυττάζει παράξενα όταν δεν βρίσκουμε το δρόμο μας, τις ώρες της θαλασσοταραχής, ίσως ζητώντας μου βοήθεια, ίσως ζητώντας να του πω μια λέξη. Πάει καιρός από τότε· κι` όμως δεν ξέρω τι θάθελα να του πω. Μπορεί να του μιλήσω ένα βράδυ με αστροφεγγιά· μπορεί και να του πω για κάτι που ειν` απίθανο στις μέρες μας. Για κείνο το μακρύ υφαντό της Πηνελόπης του, που ετοιμάζει την επιστροφή, ή, και για μερικούς ανθρώπους που κουράστηκαν, που έχασαν οριστικά την άλλη αίσθηση, εκείνη τη βαθύτερη αίσθηση της νοσταλγίας.