«Προτού μπει στο αυτοκίνητο έριξε μια ματιά πίσω της για να σιγουρευτεί πως κανένας δεν την παρακολουθούσε. Ήταν εφτά και πέντε το βράδυ στην Μπογκοτά.
Είχε σκοτεινιάσει μια ώρα πριν, το Εθνικό Πάρκο ήταν κακοφωτισμένο και τα δέντρα χωρίς φύλλα διαγράφονταν τρομαχτικά πάνω στο μουντό και θλιβερό ουρανό, αλλά δεν υπήρχε τίποτα τριγύρω της για να φοβηθεί, απ’ όσο μπορούσε να δει».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]