`Από το φράχτη, ανάμεσα από τ` ανοίγματα που άφηναν τα λουλούδια, μπορούσα να τους βλέπω που χτυπούσαν τη μπάλλα. Προχωρούσαν προς το μέρος, που ήταν η σημαία, και γω πήγαινα δίπλα - δίπλα στο φράχτη. Ο Λάστερ έψαχνε στο γρασίδι, κοντά στο δέντρο. Έβγαζαν τη σημαία και χτυπούσαν. Ύστερα ξανάβαζαν τη σημαία και πήγαιναν στο τραπέζι και χτυπούσαν πότε ο ένας, πότε ο άλλος. Ύστερα συνέχιζαν και γω πήγαινα πλάι - πλάι στο φράχτη. Ο Λάστερ ήρθε από το δέντρο και πήγαμε δίπλα - δίπλα στο φράχτη και σταμάτησαν και σταματήσαμε και κοιτούσα από το φράχτη, ενώ ο Λάστερ έψαχνε στο γρασίδι. `Νάτο`. Χτύπησε. Έφυγαν διασχίζοντας το λειβάδι. Έμεινα στο φράχτη και τους έβλεπα που έφευγαν. [...] `Έλα δω` είπε ο Λάστερ. `Εκεί ψάξαμε. Δεν πρόκειται νάρθουν τώρ` αμέσως. Ας κατεβούμε στο ποτάμι να βρούμε εκείνο το εικοσιπενταράκι πριν το βρουν τ` αραπάκια`.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]