Η "Αναγέννηση" είναι ένα από τα πιο ρηξικέλευθα κείμενα φιλοσοφικής κριτικής του πολιτισμού που ενέπνευσε μοντέρνους συγγραφείς, όπως ο Προυστ, ο Τζόυς, ο Γέιτς, ο Έζρα Πάουντ, ο Γουάλας Στήβενς ή ο Καβάφης, και επιζεί μέχρι τις μέρες μας ως ανεπανάληπτη έκφραση μιας αισθητικής θεώρησης της ζωής.
Η πρώτη έκδοση της "Αναγέννησης" το 1873 προσέκρουσε στη βλοσυρή σιωπή και την αποδοκιμασία των μεγάλων δασκάλων της βικτωριανής Αγγλίας. Την ίδια στιγμή έγινε το μανιφέστο του νεανικού αισθητικού κινήματος της "παρακμής". Ο Πέιτερ ταράχτηκε από τις αντιδράσεις που ενέπνευσε το βιβλίο: "Θα ήθελα να μη με αποκαλούν ηδονιστή", είπε, "δίνει μια τόσο εσφαλμένη εντύπωση σε όσους δεν γνωρίζουν ελληνικά".
Προβαίνοντας σε μια ιδιαίτερα ιδιοσυγκρασιακή θεώρηση ορισμένων από τα ωραιότερα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά έργα της γαλλικής και της ιταλικής Αναγέννησης, ο Πέιτερ επαναπροσδιόρισε την κριτική ως μια ιμπρεσιονιστική, σχεδόν ερωτική εξερεύνηση των αισθητικής ανταπόκρισης του κριτικού στο έργο. Το περιβόητο "Συμπέρασμά" του σκανδάλισε πολλούς με την επιμονή του να προβάλλει την απόλαυση και το πάθος ως μόνη δικαίωση της ζωής, ενώ παράλληλα γοήτευσε άλλους κορυφαίους υπέρμαχους του αισθητισμού, όπως ο Όσκαρ Ουάιλντ, για τον οποίο η Αναγέννηση, "το βιβλίο που είχε μια τόσο παράξενη επίδραση στη ζωή μου", αποτελεί την "Αγία Γραφή του κάλλους".
Το βιβλίο περιέχει τα κλασικά πλέον κείμενα της πρώτης έκδοσηςΑνάμεσά τους και εκείνο για τον Λεονάρντο ντά Βίντσι, στο οποίο ανήκει η περίφημη περιγραφή της Μόνα Λίζα, "το πιο φημισμένο κομμάτι που γράφτηκε ποτέ για οποιαδήποτε εικόνα στον κόσμο". Περιλαμβάνει επίσης, ως επίμετρα, δύο σημαντικά κείμενα για τον Πέιτερ, του Κένεθ Κλάρκ και του Μάριο Πράτς.