Όταν η Χάννα, το κουταβάκι της Λυδίας αρρώστησε από τον καημό του που το είχαν πάρει μακριά από την οικογένειά του, η Λυδία κατάλαβε πως τα ζώα αλλά και οι άνθρωποι, μπορούν να αρρωστήσουν όταν τους πάρουν μακριά από εκείνους που αγαπούν. Λυπήθηκε όμως περισσότερο όταν ο πατέρας έφυγε από το σπίτι και η μητέρα αρρώστησε όπως και η Χάννα, από τη θλίψη. Παρόλο που η μητέρα της της εξήγησε πως η αγάπη είναι τόσο λεπτή και εύθραυστη όπως τα μεταξένια φτερά της πεταλούδας και πως αν κάποτε σχιστούν, πράγμα όχι και τόσο σπάνιο, δύσκολα κολλιούνται, η Λυδία αναρωτιόταν γιατί να έχουν σκιστεί τα φτερά της πεταλούδας του πατέρα. Για μια στιγμή σκέφτηκε πώς θα ήταν αν μπορούσε να έφτιαχνε πεταλούδες με ατσάλινα φτερά, αλλά αμέσως κατάλαβε πως δεν θα μπορούσαν να πετάξουν. Το χαμόγελό της έγινε τότε πλατύ και σκέφτηκε ότι της έφθανε να ξέρει πως οι πεταλούδες υπάρχουν όπως και η αγάπη.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]