"Δε νομίζω ποτέ μια γυναίκα να αγάπησε στ` αληθινά έναν άντρα για τις σκέψεις του. Δεν είχε και ιδιαίτερες σκέψεις ο Αντρέας. Ήταν σαν να ζούσα σε μια nature morte. Όλα ήταν εκεί, ζωγραφισμένα στην εντέλεια, αλλά κάτι έλειπε. Κι αυτό που έλειπε ήταν το νόημα. Κοιταζόμασταν με τις ώρες στα μάτια, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από πάνω του, τον κοίταζα, τον κοίταζα κι έβλεπα τι; Ένα απέραντο συναίσθημα, που ήταν ολόκληρο δικό μου... Το νόημα το έδινες εσύ, ύστερα. Ήσουν ο αδερφός μου τότε, ο πατέρας μου. Πάλι θα σ` το πω, το σκέφτομαι συχνά, πώς το δέχτηκες... Πώς τη δέχτηκες αυτή τη θέση;"
Παραφράζοντας το ρηθέν του Σπινόζα ("Ο Θεός είναι αδιάφορος"), ο Αλέξης Σταμάτης μάς μιλάει για μια συνθήκη ζωής ανεπηρέαστη, απαθή, αδιάφορη για τα πάθη των ηρώων.
Ερωτικά τρίγωνα ή κουαρτέτα, οικογενειακό σφαγείο, γαϊτανάκι υπαρξιακών καταβυθίσεων εναλλάσσονται σ`ένα κλίμα ανάλαφρου δράματος δωματίου. Με φανερή θεατρική διάθεση, ο Σταμάτης στη "Ζωή" αναπαριστά την κραυγή (όπως ο ομότιτλος πίνακας του Μουνχ) ενός εφησυχασμένου παρόντος που αρνείται να παραδοθεί στις κακοφορμισμένες αναμνήσεις και στις θυελλώδεις προσδοκίες των πρωταγωνιστών.