Είδε πως η ζωή ήταν μια μάχη, χωρίς διακοπή και χωρίς έλεος, όπου εκείνος που θέλει να είναι άνθρωπος και να ‘χει αντάξια τ’ όνομα του ανθρώπου πρέπει να παλεύει αδιάκοπα με στρατούς αόρατων εχθρών: με τις φονικές δυνάμεις της φύσης, με τις ύποπτες επιθυμίες, με τις σκοτεινές σκέψεις που τον σπρώχνουν προδοτικά να εξευτελίζεται και να εκμηδενίζεται. Είδε πως ήταν έτοιμος να πέσει στην παγίδα. Είδε πως η ευτυχία κι ο έρωτας ήταν μια απάτη της στιγμής για ν’ αναγκάσει την καρδιά ν’ αφοπλιστεί και να υποκύψει. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]