[. . .] Από τότε, από παλιά. Από τον Εύριπο του Ευριπίδη. Όποιος ξαγρυπνά μέσα στη νυχτερινή γαλήνη του Στενού, όταν τα ορνίθια σιωπούν στην Αυλίδα και οι σιωπές των ανέμων κατέχουν τον Εύριπο [. . .], φούντωση μεγάλη έχει στην καρδιά του, κι ας εννοεί πλαγίως. Είναι ο Ευριπίδης, είναι ο Σκαρίμπας, ή μην είναι ο Τριανταφυλλόπουλος που περιμένει να φυσήξει, παρατηρώντας το Σείριο και την Πούλια να μεσουρανούν, και τα νερά μέσα στην άπνοια να σμίγουν και να βουλιάζουν στα νεφούρια, πριν πάρουν το δρόμο για το πάνω ή το κάτω; Πάνω ή κάτω; Όπως και να πάνε, ένας είναι ο Εύριπος. «Οδός άνω κάτω μία και ωυτή», όπως είπε και ο φιλόσοφος όχι των νερών, μα της φωτιάς. Ο Εύριπος: πάνω ή κάτω ή η ενδιάμεση ακινησία; [. . .] Αυτή η κυκλοθυμία, αυτό το μυστήριο του Ευρίπου. [. . .] Και δεν είναι η παλίρροια μονάχα. Είναι και το αμφίσημο των Χαλκιδαίων, ανέκαθεν. Τι είναι οι Χαλκιδαίοι; Στεριανοί ή νησιώτες; Ένα δοκάρι, μια σανίδα κάνει τη διαφορά. Την τοποθετείς; Γίνεσαι πεζοπόρος. Την αφαιρείς; Ναυτάκι. [. . .]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]