[...] Τα προβλήματα στα οποία απολήγουν οι "Χοηφόροι", θα βρουν τη λύση τους στις "Ευμενίδες". Αλλά για να είναι η λύση αυτή σύμφωνη προς το πνεύμα του μέτρου και της σωφροσύνης - αρετών που διαρκώς προσβάλλονται στα έργα του Αισχύλου - θα παρουσιαστούν πρώτα οι απόψεις των δύο κόσμων, παλιού και νέου, από σκηνής, θα προβληθούν οι δύο διϊστάμενες αντιλήψεις σ` όλη την οξύτητα, και ακολούθως θα επιχειρηθεί συμβιβασμός χωρίς να θιγούν τα απαράγραπτα δικαιώματα εκατέρου των διαμαχομένων. Και η δυσκολία έγκειται ακριβώς σ` αυτό το σημείο. Πως ήταν δυνατόν οι αμείλικτες και έξαλλες θεότητες, αδιάλλακτες ως προς τις απόψεις τους, να συμβιβασθούν προς μία κατάσταση, η οποία απέβλεπε στη στέρηση των τιμών της παλιάς τάξης; Έπρεπε λοιπόν ο ποιητής να εξεύρει έναν τρόπο, ο οποίος να μη θεωρηθεί μονολιθικός και απόλυτος, αλλά ούτε και αυθαίρετος. Έπρεπε να παρουσιασθούν οι Ερινύες υπό διπλή μορφή, ως τιμωροί απηνείς δηλαδή αφ` ενός, επιμένοντας στην τυφλή εκδίκηση, αφ` ετέρου ως προαιώνιες φρουροί της ηθικής τάξης, προστατεύοντας τον κόσμο από τα ανόσια στυγερά εγκλήματα. Να έχουν, και η στάση τους και το αξίωμά τους, στοιχεία ανελίξιμα προς συμβιβασμό με τους νέους θεούς. Αλλά και ο αντιπρόσωπος της νέας θεϊκής αρχής του Ολύμπου έπρεπε να έχει κάτι από το οργίλο και οξύθυμο του χαρακτήρα των αντιπάλων του. Μολονότι υπαίτιος του φόνου, να μην είναι σε θέση λογικά να υποστηρίξει και δικαιολογήσει την επιταγή που έδωσε στον Ορέστη να φονεύσει. Και το κυριότερο, να αντιπροσωπεύει κάτι από τις απαιτήσεις και τα θέσμια της παλιάς τάξης. Αλλά παραλλήλως να αναθέσει την έκβαση της όλης υπόθεσης στην Αθηνά, για να κρίνει αμερόληπτα, παραπέμποντας το μεγάλο πρόβλημα στην κρίση ενός ανθρώπινου δικαστηρίου, κατ` εντολή πάντοτε του Δία.
[...]
(από την εισαγωγή του βιβλίου)