Η φωνή του, όμως, ήταν στεγνή και οξεία σαν το κρώξιμο νυχτόβιου πουλιού. Ο ξένος του μίλησε σιγανά. «Μην κλαις. Θα σε προστατέψω. Τώρα έχεις εμένα. . . Μη φοβάσαι. . .». Και με το ελεύθερο χέρι του, το δεξί, με το ζερβό το κρατούσε σφιχτά πάνω του, χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο του παιδιού. Αυτό που αισθάνθηκε στις άκρες των δαχτύλων του, όμως, τον έκανε να φρικιάσει. Το παιδί είχε γένια. Γένια σκληρά. «Μα εσύ έχεις γένια. . .», ψέλλισε ο ξένος τρέμοντας σύγκορμος. «Το παιδί έχει γένια. . . Πώς είναι δυνατόν παιδί με γένια»! «Ναι, γένια και μουστάκια», κουκούβισε το παιδί. Η φωνή εκείνη βραχνή, στριγκιά, ανατριχιαστική, ερχόταν από τη μεριά του παιδιού, γεμίζοντας τον αέρα και τη σκοτεινιά της νύχτας μ` ένα φρικαλέο τρόμο. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]