(...) Για να προκόψει κάποιος στην τέχνη της ξυλογλυπτικής χρειάζεται, κυρίως, να είναι γνώστης των εργαλείων του. Να μπορεί δηλαδή να ξεχωρίζει τα καλά από τα κακά κοπτικά, να είναι σε θέση να τα ακονίζει, να τα συντηρεί και να τα χειρίζεται αποτελεσματικά και, γιατί όχι, να τα κατασκευάζει και μόνος του. Οι παλιοί παραδοσιακοί ξυλογλύπτες έλεγαν: Τα πουσάτια (εργαλεία) κάνουν το μάστορα και ο τεχνίτης (ενν. κατασκευάζει) τα σύνεργα. (...) Στην εργασία αυτή περιγράφονται δύο μόνο ομάδες πολύ χρήσιμων παραδοσιακών και μη εργαλείων του ξύλου: τα σκεπάρνια και τα σμιλάρια ξυλογλυπτικής. Μαζί μ` αυτά παρουσιάζονται -για πρώτη φορά- και τα νέα σκεπάρνια και σμιλάρια, που ανακάλυψε και χρησιμοποίησε ο συγγραφέας ως γλύπτης. Ακόμη εξετάζονται τα παραδοσιακά και σύγχρονα ακονιστικά υλικά και σύνεργα, η χρήση, συντήρηση και αγορά των εργαλείων, οι στηρικτικές ή στερεωτικές επινοήσεις, η πρόληψη εικαστικών ατυχημάτων κ.α. (...) Το δοκίμιο «Σκεπάρνια και Σμιλάρια Ξυλογλυπτικής» είναι το πρώτο που γράφεται στην ελληνική γλώσσα. Βασίζεται αποκλειστικά στην ελληνική παιδεία και επεκτείνεται από την αρχαιότητα μέχρι το τέλος της προβιομηχανικής εποχής με λίγες αναφορές στη σύγχρονη εποχή. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πολλά από τα σύγχρονα εργαλεία δεν διαφέρουν και πολύ από εκείνα της Εποχής του Σιδήρου. Όπως τότε έτσι και σήμερα, που βιώνουμε τη βιομηχανική επανάσταση, τα εργαλεία είναι λίγο ως πολύ χειροποίητα και οφείλουν την λειτουργικότητά τους στον πόθο για τελειότητα, δηλ. στο μεράκι των δημιουργών και των χειριστών τους.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]