Ο Μπιλ φοβόταν. Ήταν ενήλικος. Δεν είχε την απάντηση. Και φοβόταν πολύ. Ήξερε να διακρίνει τις ποιότητες του φόβου. Υπήρχε ο φόβος να μη σε πιάσει η μαμά μετά από μια μικρή αταξία. Ο φόβος να μην αποκαλυφθεί ότι αντέγραψες στο διαγώνισμα. Ο φόβος της αποτυχίας. Ο φόβος να σε απορρίψει η παρέα σου (άρα ο φόβος να μείνεις μόνος). Ο φόβος για τις μέλισσες. Ο φόβος για τον οδοντίατρο. Όλες αυτές τις ποικιλίες του φόβου τις γνώριζε καλά, τις είχε επανειλημμένα αντιμετωπίσει στο παρελθόν, άλλοτε με σχετική επιτυχία, άλλοτε όχι. Ετούτο εδώ όμως -ο Επόπτης- ήταν κάτι άλλο, πιο βαθύ, πιο πρωτόγονο. Όχι όμως και τελείως άγνωστο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]