Η χρονογραφία με τον Ζωναρά λογιοποιείται. Η `Επιτομή` είναι ίσως η μοναδική χρονογραφία όπου τα ιστορικά πρόσωπα αξιολογούνται αναλόγως του αν διακρίθηκαν στη λογοτεχνία ή προστάτευσαν τα γράμματα. Τα κολακευτικότερα σχόλια συγκεντρώνουν οι μορφές του αυτοκράτορα αγίου Κωνσταντίνου Α` και της Άννας Κομνηνής, της καταξιωμένης ιστορικού με την `ακριβώς αττικίζουσαν` πένα. Η έλλειψη κλασικής παιδείας, όπως είναι φυσικό, στηλιτεύεται αμείλικτα, όπως και η ημιμάθεια. Το χρονικό του Ζωναρά καταργεί και την τελευταία προκατάληψη απέναντι σ` αυτό πού μέχρι πρόσφατα περιφρονούνταν ως απλοϊκή μοναστική χρονογραφία. Η μεγάλη προσφορά του στην ανάπτυξη του είδους είναι η χρήση ενός λογιοτατισμού εφάμιλλου των μεγάλων Βυζαντινών ιστορικών. Η μοναδικότητα της `Επιτομής` δεν έγκειται στο από κτίσεως κόσμου χρονολογικό σύστημα, πού χρησιμοποιεί, ούτε στη μνεία των διάφορων παράξενων φαινομένων ή στο ελαφρά διδακτικό-θρησκευτικό πνεύμα πού τη διαπνέει. Η ιδιαίτερη αξία της βρίσκεται στο λεκτικό της στοιχείο το οποίο, χωρίς να ασφυκτιά από υπερβολική ρητορεία, προδίδει άριστη γνώση των κανόνων της τέχνης πού τόσο πολύ καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε από τους συγγραφείς του δωδέκατου αιώνα. Το έργο του Ζωναρά αξίζει επιτέλους την προσοχή των φιλολόγων, τώρα πού η σκωρία της προκατάληψης και της αδιαφορίας των βυζαντινολόγων έχει αρχίσει να υποχωρεί.
Το επίπεδο ύφος της `Επιτομής` και τα γλωσσικά της χαρακτηριστικά:
Η άποψη πού επικρατεί για τη γλώσσα του Ζωναρά θεωρεί ότι πρόκειται για μια ήπια μορφή κλασικίζουσας γλώσσας, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, αν και θεωρείται κάπως `φροντισμένη` σε σχέση με το ύφος παλιότερων ή και σύγχρονων χρονογράφων, προπάντων μοναχών. Ο ίδιος ο Ζωναράς, έτσι αποφαίνεται η μοντέρνα κριτική, δεν διαπνεόταν από λογοτεχνικές φιλοδοξίες ολκής, αφού η Ιστορία του στερείται χαρακτηριστικά τη ρητορική `λογοδιάρροια` πού έχουν άλλοι συγγραφείς του δωδέκατου αιώνα, Ιδίως μη Ιστορικοί, όπως, π.χ., ο Τζέτζης, ο Γεώργιος Τορνίκης, ο Μιχαήλ Ιταλικός κτλ.
Ο συγγραφέας της `Επιτομής` ήταν επομένως ένας `λόγιος ηρέμα`, ο οποίος αρκούνταν στη χρήση μιας συντηρητικής γλώσσας, χωρίς πολλές εξάρσεις και εκφάνσεις, με μοναδικό πλεονέκτημα τη δυνατότητα για μια πιο οικονομική, συνοπτική έκθεση των γεγονότων πού αφηγείται. [. . .]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]