`ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΥΠΕΡΗΛΙΚΟΣ ΜΕ ΑΝΟΙΑ (και κάταγμα μηριαίου)`:
Σφύζει η παραλία. Σώματα κουρασμένα αναλαμβάνουν με τις πρόχειρες χημείες του φραπέ. Η νύχτα, με τα επιμήκη φώτα της στη θάλασσα, μας απευθύνεται σε οικείο ενικό, μα αγνοεί τη συγκυρία: μόνος οφείλω τη μεταφορά σας στην Αθήνα, με μιαν ατέλειωτη αναμονή στην προκυμαία. Ας είναι, σκέπτομαι. Οι απολογηταί της υπανάπτυξης το έχουν πει: εκεί που όλα έφευγαν με ακρίβεια, γεννήθηκαν Ολοκαυτώματα.
Μεσάνυχτα και κάτι -επανέρχομαι-, μας ανεβάζουν επιτέλους στο κατάστρωμα. Κουτσά επιθεωρείτε δυο παρατάξεις υπνοσάκων, πριν μπούμε στη μεγάλη αίθουσα, όπου, τριάντα χρόνια πριν, οι δυο μας πάλι βρισκόμασταν με ρόλο ανεστραμμένο: κρατούσατε απ` το χέρι το παιδάκι (τι τέλεια κρυβόταν μέσα σας το γήρας), ρεμβάζοντας ανύποπτος στο Αιγαίο.
Τώρα η ιστορία επαναλαμβάνεται αλλιώς. Μες στο συνωστισμό αγοράζω τσιπς, φέρνω καφέ, βλέπω το νέο ελληνισμό που αγρυπνεί μ` ένα σταυρόλεξο, ώσπου η χιλιοδιαβασμένη εφημερίδα με ανακαλύπτει (`τι λέει;` ρωτάει απ` το διπλανό τραπέζι ο τυφλός).
Είναι ασύλληπτο -βέβαια- το προσεχές, διαφορετικά θα σας βεβαίωνα πως όλα γρήγορα παρέρχονται, και μάλιστα ευνοημένα με τη μνήμη επιστρέφουν. Θέλω να πω, σε αναφορές του μέλλοντος, ίσως και με κατάνυξη, θ` ακούγεται αυτό το πλοίο, που τώρα βλέπουμε στην υγρασία της βραδιάς να πλέει ασήμαντο και τρομαγμένο.