...Τα μάτια της καρφώθηκαν πάνω μου σκληρά, σα να `θελαν να διαβάσουν τις σκέψεις μου. Δεν είχα καταφέρει να ξεγελάσω την ευαισθησία της που όλα τ` αντιλαμβανόταν. Ήξερε πια πως αποτραβώντας το χέρι μου ήταν γιατί είχα βαρεθεί τα χάδια της και πως αυτό το βιαστικό φιλί δεν ήταν από έρωτα, μα από οίκτο. Αυτό στάθηκε το λάθος μου, εκείνες τις δυστυχισμένες μέρες. Ένα λάθος που δε διορθωνόταν, που απόμενε ασυχώρετο. Δε μπόρεσα να βρω την υπομονή και τη δύναμη να προσποιηθώ ως το τέλος. Μάταια επαναλάμβανα στον εαυτό μου: άστην να σ` αγαπά, προσποιήσου, παίξε λίγο όλες αυτές τις οχτώ μέρες για να περισώσεις την περηφάνια της. Μην κάνεις τίποτα που να την αφήσει να υποθέσει ότι την ξεγελάς, ότι τη γέλασες διπλά μιλώντας της για το πώς θα γιατρευτεί γρήγορα, ενώ στα βάθη της ψυχής σου τρέμεις ολόκληρος απ` το φόβο κι από τη ντροπή...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]