Η κατάφωρη υπονόμευση και ο ευτελισμός της συνταγματικής νομιμότητας και των θεσμών, στη δεκαετία 1957-67, συνθέτουν ένα (πρόσθετο) μελανό κεφάλαιο στην πολύπαθη κοινοβουλευτική μας ιστορία. Η σύγκλιση της κυρίαρχης εξουσίας με την παρεξουσία, απέναντι στην προοπτική της εκτροπής, προκαλεί αναπάντητα ερωτηματικά: Κυβέρνηση και αντιπολίτευση, Αυλή, παραστρατιωτικές οργανώσεις και παρακρατικοί μηχανισμοί, ΚΥΠ, ξένοι τοποτηρητές και λοιποί εξωθεσμικοί παράγοντες ενορχήστρωσαν (κατά συγκυρία) τις δυνάμεις τους, ερωτοτροπώντας με την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. (...) Παραμένει αδιαμφισβήτητο ότι η τροπή των γεγονότων, μετά την αψυχολόγητη και καταστροφική διαιώνιση του εμφυλίου πολέμου, θα απέβαινε μονόδρομος για την επικρατήσασα πλευρά. Η ελλοχεύουσα (διαχρονικά) κομμουνιστική απειλή αναδείχτηκε σε ευνόητο άλλοθι της πολιτικής εξουσίας, με την οποία συνέπραξαν συγκυριακά το παλάτι, οι ένοπλες δυνάμεις, τα σώματα Ασφαλείας, τα ΤΕΑ, η ΚΥΠ, παρακρατικές οργανώσεις και αξιωματούχοι των Η.Π.Α. Το ζητούμενο, βεβαίως, είναι αν η νόμιμη κυβερνητική εξουσία είχε όντως τη διάθεση να αναμετρηθεί με την παρεξουσία ή να συνεργαστεί τελικά μαζί της για τη διαιώνιση της ισχύος της. Τα παρατιθέμενα ντοκουμέντα επιβεβαιώνουν τη δεύτερη εκδοχή. Προκύπτει ότι σχεδόν καμιά μετεμφυλιακή εξουσία δεν ήταν σε θέση να επιβιώσει χωρίς την αρωγή των παρεξουσιαστικών μηχανισμών, υπό το δόγμα της (κακώς νοούμενης) εθνικοφροσύνης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]