Έριξε τότε η φυλακισμένη πριγκηποπούλα το μπουκάλι στο μεγάλο πέλαγο που άσπριζε.
Μες στο μπουκάλι ήταν το μήνυμα. Και περίμενε, λέει, το παλληκάρι, χρόνους εκατό.
Τα σοκάκια της χώρας είναι φκιαγμένα για ζευγάρια, λέει ο μύθος. Μου τόπε ο πρώτος Πατινιώτης βοσκός που μ` απάντησε. "Έτσι παίρναν το μέτρο οι κτιστάδες", μου `πε. "Άμα κατεβαίνεις το ηλιοβασίλεμα μόνος, περισσεύεις". Τα μάτια του δυό βουβά ποτάμια.
Γύρισε και με κύτταξε.
Ξέμεινα πάνω σε μια στρογγυλή πέτρα, σε μια λουρίδα γης, καταμεσίς των ποταμιών. Όπου να στρέψω το βλέμμα ασπρίζουν ατέλειωτοι σωροί χαλικού.
Του ζήτησα να μου ειπεί κι άλλα, είπε πως δε μιλάει σε ξένους.
Σαν έφευγε πρόσεξα πως είχε πλάτες κυρτές.
Βαρειά τα σοκάκια.
(Ανδρέας Μήτσου, απόσπασμα από το διήγημα του βιβλίου "Τα σοκάκια της Πάτμου").