`Μακριά από το πανηγύρι`
Φεύγαμε για τη Θεσσαλονίκη. Ήταν καλοκαίρι. Αύγουστος μήνας. Δεν ξέραμε ακόμα πού θα πηγαίναμε να περάσουμε όσο μας έμενε από τις διακοπές.
Στον Άγιο Λαυρέντη, στο Πήλιο, ήμασταν μια χαρά. Έπαιζα με την Αποστολία, τον Λαυρέντη, την Κατερίνα, τη Μαρία και τ` άλλα παιδιά στην πλατεία, αλλά ύστερα ήρθαν μαστόροι να φτιάξουνε τη στέγη μας, ήρθαν και φίλοι και φίλοι των φίλων μας, κι ο μπαμπάς μου με τη μαμά μου κουράστηκαν και είπανε να πάμε κάπου αλλού να ξεκουραστούμε. Δεν ήθελα να φύγω. Πλησίαζε και το μεγάλο πανηγύρι και θα `φερναν και παιχνίδια να πουλούν. Ήθελα ένα σαν εκείνα τα σπιτάκια που τα βάζεις στο μάτι και βλέπεις εικόνες από παραμύθια.
Ο μπαμπάς μου μού το υποσχέθηκε ότι θα σταματούσαμε στον Βόλο και θα πηγαίναμε στην εμποροπανήγυρη, κι εκεί θα βρίσκαμε και το σπιτάκι με τις εικόνες. [...]