`Το έγκλημα δεν παρατηρείται μόνο στην πλειοψηφία των κοινωνιών της μιας ή της άλλης μορφής αλλά σε όλες τις κοινωνίες κάθε μορφής`. Με τα λόγια αυτά ο Ε. Durkheim τοποθέτησε το έγκλημα μεταξύ των `κανονικών` κοινωνικών φαινομένων, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη κοινωνία.
Η παγκοσμιότητα και η διαχρονικότητα του εγκληματικού φαινομένου, αν και αναμφισβήτητες, δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν παρά μόνο σε συνάρτηση με τη σχετικότητα της εννοιολογικής του οριοθέτησης. Ταυτισμένο, αρχικά, με το θρησκευτικό αμάρτημα αποτέλεσε στη συνέχεια βιολογική ή ψυχική ανωμαλία, έως ότου αντιμετωπιστεί ως κοινωνικό φαινόμενο. Από τον 19ο αιώνα, οπότε θεμελιώθηκε η επιστήμη της Εγκληματολογίας, έως και σήμερα, η θεωρητική και εμπειρική του διερεύνηση πέρασε μέσα από διάφορα στάδια εξέλιξης. Από εξατομικευμένο φαινόμενο, προσδιορισμένο μέσα από καθαρά βιολογικούς ή ψυχο-διανοητικούς παράγοντες, φθάσαμε στη σφαιρική του θεώρηση μέσα από την αλληλεξάρτηση και των τριών φάσεων του εγκληματικού φαινομένου: της καθιέρωσης των νόμων, της παράβασης τους και της κοινωνικής αντίδρασης σ` αυτήν. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]