Οι γραμμές αυτές συνιστούν ένα συνοπτικό συναξάρι μνήμης πεντηκονταετούς φιλίας με το συγγραφέα, τότε που κυνηγούσαμε ανέμους και χίμαιρες και ονειρευόμαστε επαναστάσεις στους όρμους της Καραϊβικής, περνώντας από τα παρισινά οδοφράγματα της Μονμάρτης, συντροφιά με τους στίχους του Καζαντζάκη και του Βάρναλη. Ο φίλος από τότε εγνώριζε ιστορία, «εγίγνωσκε ά ανεγίγνωσκε» και συγκροτημένα «αεί οίδε τι εποίει». (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]