«Οι άντρες... ένα παιχνίδι που εύκολα γίνεται εχθρικό -αν μείνω μαζί τους, κινδυνεύω. Η μοναδική πραγματικότητα είναι τα δάκρυα που καταπίνω κι η ατσαλωμένη, χαλκέντερη εικόνα του εαυτού μου. Διώχνω τους πάντες από κοντά μου και πολύ καλά κάνω! Δεν ξέρω τι μ` έπιασε ξαφνικά, επειδή δηλαδή περνούν τα χρόνια, πρέπει κάπου να βολευτώ σαν τους περισσότερους; Εκείνο το αναθεματισμένο βαλιτσάκι φταίει για όλα. Μου `βαλε τη χαζή ιδέα πως μπορώ να συμφιλιωθώ με τ` αρσενικά, να ταυτιστώ με τα θηλυκά και ν` ανεχθώ την προδοσία. Αν είναι δυνατόν! `Ελπίδα, τι κάνεις εκεί; Δεν είδες τον ημίθεο που σκάβει μισόγυμνος στο διπλανό χωράφι;`, ο Άρης εισβάλλει φουριόζος και ακινητοποιείται απότομα στη θέα της Στρατούλας -δεν την πρόσεξε έτσι όπως ήταν χωμένη στον νεροχύτη. Εκείνος έχει πάρει το χρώμα της ώριμης ντομάτας κι εγώ σκάω στα γέλια, γεμάτη ευγνωμοσύνη για την παρουσία του. Έλα να παίξουμε, Αρούλη, μάθε με να κοροϊδεύω καλύτερα τα πάθη και τη μοναξιά κι άσε τους άλλους να γιορτάζουν γάμους και βαφτίσια.»
Ένα αναπάντεχο ταξίδι σ` έναν κόσμο διφορούμενο, όπου τα πάντα ανατρέπονται. Ίντριγκες, αλλεπάλληλες αποκαλύψεις, ερωτικά τρίγωνα, χιούμορ και σαρκασμός, προκλητικά δεμένα με λυρικές περιγραφές και εξάρσεις συναισθηματικές μπροστά στο μυστήριο της ύπαρξης. Τα βαθύτερα όμως νοήματα εναπόκεινται στην προσωπική σχέση του αναγνώστη με το βιβλίο. Πρόκειται για ένα καθημερινό, ρεαλιστικό παραμύθι με ανεπιτήδευτη συγκινησιακή γοητεία. Διαβάζεται σαν ένα ποτήρι νερό. Μια γραφή «χειρωνακτική», που μέχρι την τελευταία παράγραφο διασκεδάζει με τη μικρή, ζωογόνα ελπίδα μιας απάντησης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]