Λοξά κάτω από το μπαλκόνι μας, στον ακάλυπτο χώρο ανάμεσα στις πολυκατοικίες και στα απέναντι σπίτια, είναι μια μικρή αυλή με δυό τρία δέντρα. Ένα τμήμα της είναι πλακοστρωμένο, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της είναι σκέτο χώμα. Το χειμώνα μου είχε φανεί εγκαταλελειμμένη, την άνοιξη όμως, ένα απόγευμα, είδα εκεί κάτω ένα παιδί και τον πατέρα του. Το παιδί ήταν -υπέθεσα- ενός έτους και ο πατέρας γύρω στα σαράντα.
Ήταν μια συμπαθητική σκηνή: ο πατέρας καθότανε στις φτέρνες του κι έλεγε στο παιδί του χαμηλόφωνα, έτσι που μόλις ακουγόταν ως εμένα: έλα! Εκείνο έκανε μερικά ασταθή βήματα κι έπειτα, πριν φτάσει ως τον πατέρα, έγερνε μπρος απλώνοντας τα χέρια. Ο πατέρας, εξοικειωμένος καθώς φαίνεται με το παιχνίδι αυτό, προλάβαινε να πιάσει το παιδί πριν πέσει, και το `φέρνε στην αγκαλιά του. Γελούσανε κι οι δυό και ξαναρχίζαν: ο πατέρας έστηνε το παιδί και απομακρυνόταν μερικά βήματα, και το παιδί προχωρούσε όσο χρειαζόταν για να φτάσει σε μια απόσταση από όπου, βουτώντας μπρος, δεν θα έπεφτε στο χώμα, αλλά θα έφτανε να το πιάσει ο μπαμπάς του. [...]