Η Κάτια πάντα είναι καθηλωμένη στα πρέπει και στα δικά της "ξέρω". Ακολουθεί ένα δρόμο ίσιο, ένα δρόμο συνείδησης που σπάνια ξεφεύγει. Περπατάει στην ευθεία γραμμή που έχει χαράξει από παιδί. Καμιά φορά κοντοστέκεται στο τρυφερό όνειρο που τολμάει να κάνει όταν έρχεται κοντά της σε μια στιγμή ευτυχίας. Αμέσως όμως το αποδιώχνει σαν ξένο, σαν να μην έχει κι αυτή δικαίωμα στο να ονειρεύεται. Εκεί έρχεται η συνείδησή της και την επαναφέρει στην τάξη. Πολλές φορές, μέσα της επικρατεί ένα χάος, που ρευστό κι αργόσυρτο την οδηγεί εκεί που δεν μπορεί να της δώσει τίποτα. Έτσι κάθε όνειρο το βάζει στην ταχεία αμαξοστοιχία της συνείδησης και φεύγει. Αν θελήσει να το γυρίσει πίσω, τρέχει να το προλάβει. Προσπαθεί να το αγγίξει και τ` αγαπάει με πάθος. Το κρύβει και το προσέχει σαν κόρη οφθαλμού.
Όπως τ` όνειρό της με τον Άγγελο. Δεν το ξέρει κανείς, δεν το βλέπει κανείς, γι` αυτό έγινε και μια σύνθεση από έγνοιες και άστατες πνοές. Τις νύχτες όμως που είναι μόνη, μπορεί αυτό το όνειρο να το κάνει προσφορά στον εαυτό της, αλλά μπορεί να το βάλει στην αμαξοστοιχία και να το διώξει. Λέει όμως: Έχω δικαίωμα, όταν ανθίζει ένα λουλούδι μέσα μου, να το κόβω απ` τη ρίζα; Έχω δικαίωμα όταν ένα μήνυμα της ζωής γίνεται επιθυμία να του αλλάζω κατεύθυνση; Έχω δικαίωμα, όταν βγαίνει ο ήλιος, εγώ να κρύβομαι στο σκοτάδι;
Κάποτε, μια αμαρτία, δεν μας οδηγεί μόνο στο θολό ποτάμι για να μας πνίξει, αλλά σε μια θύελλα ομορφιάς που αξίζει να ζήσεις, έστω κι αν σε πετάξει παραπέρα, σε ξέρα. Κάτι καλό όμως θα γευτείς από το τίποτα. Η συνείδηση δεν πρέπει πάντα να είναι ο μοναδικός επιβάτης της αμαξοστοιχίας.