Για να περάσουν τα αποτελέσματα της ψυχοπαιδαγωγικής έρευνας στο σχολείο και να επιδράσουν αποτελεσματικά στη βελτίωση της εκπαιδευτικής πρακτικής, πρέπει να τα αφομοιώσουν οι εκπαιδευτικοί. Ερευνητές και εκπαιδευτικοί πρέπει να συνεργάζονται, να επικοινωνούν μεταξύ τους, να μιλούν την ίδια γλώσσα. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να αρθούν τα εμπόδια που δυσχεραίνουν τη συνεργασία αυτή. Αυτό μπορεί να γίνει με τη μύηση των εκπαιδευτικών στη «γλώσσα» της έρευνας. Έτσι θα υπάρχει συνεχής και αμφίδρομη ροή πληροφοριών μεταξύ ερευνητών και εκπαιδευτικών. Αν αυτό συμβεί, τότε η εκπαίδευση θα ανακαινίζεται, η ψυχοπαιδαγωγική έρευνα θα αναπτύσσεται, η θεωρητική - φιλοσοφική προσέγγιση των εκπαιδευτικών πραγμάτων θα μειώνεται, και η ιδέα πως η εκπαίδευση είναι ζήτημα έμφυτης κλίσης ή «κλήσης» ολοένα θα εξαλείφεται. Κι ακόμη, η λατρεία των παιδαγωγικών ειδώλων θα σταματήσει, η πίστη σε «αυθεντίες» θα πάψει, τη θέση των προσωπικών γνωμών, ως αλάνθαστων αξιωμάτων, θα πάρει η διατύπωση των αντικειμενικών ευρημάτων της έρευνας, και τον τύπο του εκπαιδευτικού-τυφλού εκτελεστή των εντολών, θα διαδεχθεί ο τύπος του εκπαιδευτικού που σκέφτεται, κρίνει, ερευνά, γνωρίζει κι αγαπά.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]